"γάιδαρος" meaning in 希臘語

See γάιδαρος in All languages combined, or Wiktionary

Noun

IPA: /ˈɣai̯.ða.ɾos/ Audio: EL-γάιδαρος.ogg Forms: gáidaros [romanization], γάιδαροι, γαϊδούρα, γαϊδάρα
Etymology: 源自公元2世紀的通用希臘語 γάδαρος (gádaros)。中世紀希臘語中作γάιδαρος (gáidaros)/γάδαρος (gádaros)/γαΐδαρος (gaḯdaros)、γαϊδάριον (gaïdárion)。本詞的詞源說法有以下幾種: * 不確定,有爭議:源自阿拉伯語غَيْذَار (ḡayḏār, “刺耳;壓迫”)。 * 基於γαύδαρος (gávdaros)的詞形,參見阿拉伯語 كَوْدَن (kawdan, “馱畜,尤指騾”),也見於和闐語 [需要文字] (khaḍara, “騾”),其可能是土耳其語 katır (“騾”)、哈薩克語 қашыр (qaşyr, “騾”)等詞的來源。 * 或源自印地語 ghádar、gadarō 或 gadaró(“吉普賽人”)。 * 並非源自γαϊδούρι (gaïdoúri) < (καρ)γαδούρι ((kar)gadoúri),源自威尼斯語cargatore (字面意思是“攜帶者”),源自cargar (“背在自己身上”)。 * 並非源自古希臘語γάδος (gádos, “鱈魚”),常見名稱:γαϊδουρόψαρο (gaïdourópsaro)。
  1. 驢(Equus asinus)
    Sense id: zh-γάιδαρος-el-noun-MrjR1Sff
  2. 粗魯、沒教養的人 Tags: colloquial, derogatory, figuratively
    Sense id: zh-γάιδαρος-el-noun-aTum3Ci9 Categories (other): 希臘語口語詞, 希臘語貶義用語, 有使用例的希臘語詞
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms: γκαρίζω, gkarízo, μουλάρι, moulári, άλογο, álogo
Categories (other): 古希臘語紅鏈, 古希臘語紅鏈/m, 和闐語詞原生文字請求, 希臘語 馬科動物, 希臘語名詞, 希臘語詞元, 希臘語陽性名詞, 有1個詞條的頁面, 有詞條的頁面, 派生自通用希臘語的希臘語詞, 源自通用希臘語的希臘語繼承詞, 阿拉伯語紅鏈, 阿拉伯語紅鏈/m Synonyms: γάδαρος, gádaros, γαΐδαρος, gaḯdaros, γαϊδούρι, gaïdoúri, 近義詞章節, ἀείδαρος, aeídaros, όνος, ónos, κυρ- [humorous], kyr- [humorous], Μέντιος, Méntios, Μενδαῖος, ὄνος, Μένδη, Méndē, 其他寫法章節 Derived forms: γαϊδάρα (gaïdára), γαϊδαράκος (gaïdarákos), γαϊδούρα (gaïdoúra), γαϊδουράγκαθο (gaïdourágkatho), γαϊδουράκι (gaïdouráki), γαϊδουράκος (gaïdourákos), γαϊδουριά (gaïdouriá), γαϊδουρινός (gaïdourinós), γαϊδουρίσιος (gaïdourísios), γαϊδουρόβηχας (gaïdouróvichas), γαϊδουρογάιδαρος (gaïdourogáidaros), γαϊδουρογυρεύω (gaïdourogyrévo), γαϊδουροδένω (gaïdourodéno), γαϊδουροκαβαλαρία (gaïdourokavalaría), γαϊδουροκαλόκαιρο (gaïdourokalókairo), γαϊδουρολάτης (gaïdourolátis), γαϊδουρομούλαρο (gaïdouromoúlaro), γαϊδουροτόμαρο (gaïdourotómaro), γαϊδουρότριχα (gaïdourótricha), γαϊδουροφωνάρα (gaïdourofonára), γαϊδουρόψαρο (gaïdourópsaro), γαϊδούρι, ξεκαπίστρωτο, xekapístroto, γαϊδούρι, ξεσαμάρωτο, xesamároto, γάιδαρος με περικεφαλαία, gáidaros me perikefalaía, δένω τον γάιδαρό μου, déno ton gáidaró mou, κατά φωνή κι ο γάιδαρος, katá foní ki o gáidaros, σκάω γάιδαρο, skáo gáidaro, γαϊδουρινή, υπομονή, ypomoní, κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε, kállio gaïdouródene pará gaïdourogýreve, Κυπραίικο γαϊδούρι, Kypraíiko gaïdoúri, μακριά γαϊδούρα, makriá gaïdoúra, πετάει ο γάιδαρος;, petáei o gáidaros?, δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα, dyo gáidaroi malónane se xénon achyróna, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, eípe o gáidaros ton peteinó kefála, ήταν στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος, ítan stravó to klíma, tó 'fage ki o gáidaros, κάποιου του χαρίζανε γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια, kápoiou tou charízane gáidaro ki aftós ton koítaze sta dóntia, μαντζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια, mantzourána sto katófli, gáidaros sta keramídia, μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, mi stáxei i ourá tou gaïdárou, παλιός γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε μαθαίνει, paliós gáidaros kainoúria perpatisiá de mathaínei, φάγαμε τον γάιδαρο, στην ουρά θα σταματήσουμε;, fágame ton gáidaro, stin ourá tha stamatísoume?

Inflected forms

Alternative forms

{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "古希臘語紅鏈",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "古希臘語紅鏈/m",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "和闐語詞原生文字請求",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "希臘語 馬科動物",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "希臘語名詞",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "希臘語詞元",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "希臘語陽性名詞",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "有1個詞條的頁面",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "有詞條的頁面",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "派生自通用希臘語的希臘語詞",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "源自通用希臘語的希臘語繼承詞",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "阿拉伯語紅鏈",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "阿拉伯語紅鏈/m",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "derived": [
    {
      "roman": "gaïdára",
      "word": "γαϊδάρα"
    },
    {
      "roman": "gaïdarákos",
      "word": "γαϊδαράκος"
    },
    {
      "roman": "gaïdoúra",
      "word": "γαϊδούρα"
    },
    {
      "roman": "gaïdourágkatho",
      "word": "γαϊδουράγκαθο"
    },
    {
      "roman": "gaïdouráki",
      "word": "γαϊδουράκι"
    },
    {
      "roman": "gaïdourákos",
      "word": "γαϊδουράκος"
    },
    {
      "roman": "gaïdouriá",
      "word": "γαϊδουριά"
    },
    {
      "roman": "gaïdourinós",
      "word": "γαϊδουρινός"
    },
    {
      "roman": "gaïdourísios",
      "word": "γαϊδουρίσιος"
    },
    {
      "roman": "gaïdouróvichas",
      "word": "γαϊδουρόβηχας"
    },
    {
      "roman": "gaïdourogáidaros",
      "word": "γαϊδουρογάιδαρος"
    },
    {
      "raw_tags": [
        "用於諺語"
      ],
      "roman": "gaïdourogyrévo",
      "word": "γαϊδουρογυρεύω"
    },
    {
      "raw_tags": [
        "用於諺語"
      ],
      "roman": "gaïdourodéno",
      "word": "γαϊδουροδένω"
    },
    {
      "roman": "gaïdourokavalaría",
      "word": "γαϊδουροκαβαλαρία"
    },
    {
      "roman": "gaïdourokalókairo",
      "word": "γαϊδουροκαλόκαιρο"
    },
    {
      "roman": "gaïdourolátis",
      "word": "γαϊδουρολάτης"
    },
    {
      "roman": "gaïdouromoúlaro",
      "word": "γαϊδουρομούλαρο"
    },
    {
      "roman": "gaïdourotómaro",
      "word": "γαϊδουροτόμαρο"
    },
    {
      "roman": "gaïdourótricha",
      "word": "γαϊδουρότριχα"
    },
    {
      "roman": "gaïdourofonára",
      "word": "γαϊδουροφωνάρα"
    },
    {
      "roman": "gaïdourópsaro",
      "word": "γαϊδουρόψαρο"
    },
    {
      "word": "γαϊδούρι"
    },
    {
      "word": "ξεκαπίστρωτο"
    },
    {
      "word": "xekapístroto"
    },
    {
      "word": "γαϊδούρι"
    },
    {
      "word": "ξεσαμάρωτο"
    },
    {
      "word": "xesamároto"
    },
    {
      "word": "γάιδαρος με περικεφαλαία"
    },
    {
      "word": "gáidaros me perikefalaía"
    },
    {
      "word": "δένω τον γάιδαρό μου"
    },
    {
      "word": "déno ton gáidaró mou"
    },
    {
      "word": "κατά φωνή κι ο γάιδαρος"
    },
    {
      "word": "katá foní ki o gáidaros"
    },
    {
      "word": "σκάω γάιδαρο"
    },
    {
      "word": "skáo gáidaro"
    },
    {
      "word": "γαϊδουρινή"
    },
    {
      "word": "υπομονή"
    },
    {
      "word": "ypomoní"
    },
    {
      "word": "κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε"
    },
    {
      "word": "kállio gaïdouródene pará gaïdourogýreve"
    },
    {
      "word": "Κυπραίικο γαϊδούρι"
    },
    {
      "word": "Kypraíiko gaïdoúri"
    },
    {
      "word": "μακριά γαϊδούρα"
    },
    {
      "word": "makriá gaïdoúra"
    },
    {
      "word": "πετάει ο γάιδαρος;"
    },
    {
      "word": "petáei o gáidaros?"
    },
    {
      "word": "δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα"
    },
    {
      "word": "dyo gáidaroi malónane se xénon achyróna"
    },
    {
      "word": "είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα"
    },
    {
      "word": "eípe o gáidaros ton peteinó kefála"
    },
    {
      "word": "ήταν στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος"
    },
    {
      "word": "ítan stravó to klíma, tó 'fage ki o gáidaros"
    },
    {
      "word": "κάποιου του χαρίζανε γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια"
    },
    {
      "word": "kápoiou tou charízane gáidaro ki aftós ton koítaze sta dóntia"
    },
    {
      "word": "μαντζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια"
    },
    {
      "word": "mantzourána sto katófli, gáidaros sta keramídia"
    },
    {
      "word": "μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου"
    },
    {
      "word": "mi stáxei i ourá tou gaïdárou"
    },
    {
      "word": "παλιός γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε μαθαίνει"
    },
    {
      "word": "paliós gáidaros kainoúria perpatisiá de mathaínei"
    },
    {
      "word": "φάγαμε τον γάιδαρο, στην ουρά θα σταματήσουμε;"
    },
    {
      "word": "fágame ton gáidaro, stin ourá tha stamatísoume?"
    }
  ],
  "etymology_text": "源自公元2世紀的通用希臘語 γάδαρος (gádaros)。中世紀希臘語中作γάιδαρος (gáidaros)/γάδαρος (gádaros)/γαΐδαρος (gaḯdaros)、γαϊδάριον (gaïdárion)。本詞的詞源說法有以下幾種:\n* 不確定,有爭議:源自阿拉伯語غَيْذَار (ḡayḏār, “刺耳;壓迫”)。\n* 基於γαύδαρος (gávdaros)的詞形,參見阿拉伯語 كَوْدَن (kawdan, “馱畜,尤指騾”),也見於和闐語 [需要文字] (khaḍara, “騾”),其可能是土耳其語 katır (“騾”)、哈薩克語 қашыр (qaşyr, “騾”)等詞的來源。\n* 或源自印地語 ghádar、gadarō 或 gadaró(“吉普賽人”)。\n* 並非源自γαϊδούρι (gaïdoúri) < (καρ)γαδούρι ((kar)gadoúri),源自威尼斯語cargatore (字面意思是“攜帶者”),源自cargar (“背在自己身上”)。\n* 並非源自古希臘語γάδος (gádos, “鱈魚”),常見名稱:γαϊδουρόψαρο (gaïdourópsaro)。",
  "forms": [
    {
      "form": "gáidaros",
      "tags": [
        "romanization"
      ]
    },
    {
      "form": "γάιδαροι",
      "raw_tags": [
        "复数"
      ]
    },
    {
      "form": "γαϊδούρα",
      "raw_tags": [
        "阴性"
      ]
    },
    {
      "form": "γαϊδάρα",
      "raw_tags": [
        "阴性"
      ]
    }
  ],
  "lang": "希臘語",
  "lang_code": "el",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "γκαρίζω"
    },
    {
      "word": "gkarízo"
    },
    {
      "word": "μουλάρι"
    },
    {
      "word": "moulári"
    },
    {
      "word": "άλογο"
    },
    {
      "word": "álogo"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "驢(Equus asinus)"
      ],
      "id": "zh-γάιδαρος-el-noun-MrjR1Sff"
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "希臘語口語詞",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "希臘語貶義用語",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "有使用例的希臘語詞",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "roman": "Ti gáidaros ítan o adelfós tis, pou den mas eípe oúte éna «geia»!",
          "text": "Τι γάιδαρος ήταν ο αδελφός της, που δεν μας είπε ούτε ένα «γεια»!",
          "translation": "她兄弟真沒禮貌,見到咱們都不問聲好!"
        }
      ],
      "glosses": [
        "粗魯、沒教養的人"
      ],
      "id": "zh-γάιδαρος-el-noun-aTum3Ci9",
      "tags": [
        "colloquial",
        "derogatory",
        "figuratively"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "ipa": "/ˈɣai̯.ða.ɾos/"
    },
    {
      "audio": "EL-γάιδαρος.ogg",
      "mp3_url": "https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/transcoded/9/90/EL-γάιδαρος.ogg/EL-γάιδαρος.ogg.mp3",
      "ogg_url": "https://commons.wikimedia.org/wiki/Special:FilePath/EL-γάιδαρος.ogg",
      "raw_tags": [
        "Audio"
      ]
    }
  ],
  "synonyms": [
    {
      "word": "γάδαρος"
    },
    {
      "word": "gádaros"
    },
    {
      "word": "γαΐδαρος"
    },
    {
      "word": "gaḯdaros"
    },
    {
      "word": "γαϊδούρι"
    },
    {
      "word": "gaïdoúri"
    },
    {
      "word": "近義詞章節"
    },
    {
      "word": "ἀείδαρος"
    },
    {
      "word": "aeídaros"
    },
    {
      "word": "όνος"
    },
    {
      "word": "ónos"
    },
    {
      "tags": [
        "humorous"
      ],
      "word": "κυρ-"
    },
    {
      "tags": [
        "humorous"
      ],
      "word": "kyr-"
    },
    {
      "word": "Μέντιος"
    },
    {
      "word": "Méntios"
    },
    {
      "word": "Μενδαῖος"
    },
    {
      "word": "ὄνος"
    },
    {
      "word": "Μένδη"
    },
    {
      "word": "Méndē"
    },
    {
      "word": "其他寫法章節"
    }
  ],
  "tags": [
    "masculine"
  ],
  "word": "γάιδαρος"
}
{
  "categories": [
    "古希臘語紅鏈",
    "古希臘語紅鏈/m",
    "和闐語詞原生文字請求",
    "希臘語 馬科動物",
    "希臘語名詞",
    "希臘語詞元",
    "希臘語陽性名詞",
    "有1個詞條的頁面",
    "有詞條的頁面",
    "派生自通用希臘語的希臘語詞",
    "源自通用希臘語的希臘語繼承詞",
    "阿拉伯語紅鏈",
    "阿拉伯語紅鏈/m"
  ],
  "derived": [
    {
      "roman": "gaïdára",
      "word": "γαϊδάρα"
    },
    {
      "roman": "gaïdarákos",
      "word": "γαϊδαράκος"
    },
    {
      "roman": "gaïdoúra",
      "word": "γαϊδούρα"
    },
    {
      "roman": "gaïdourágkatho",
      "word": "γαϊδουράγκαθο"
    },
    {
      "roman": "gaïdouráki",
      "word": "γαϊδουράκι"
    },
    {
      "roman": "gaïdourákos",
      "word": "γαϊδουράκος"
    },
    {
      "roman": "gaïdouriá",
      "word": "γαϊδουριά"
    },
    {
      "roman": "gaïdourinós",
      "word": "γαϊδουρινός"
    },
    {
      "roman": "gaïdourísios",
      "word": "γαϊδουρίσιος"
    },
    {
      "roman": "gaïdouróvichas",
      "word": "γαϊδουρόβηχας"
    },
    {
      "roman": "gaïdourogáidaros",
      "word": "γαϊδουρογάιδαρος"
    },
    {
      "raw_tags": [
        "用於諺語"
      ],
      "roman": "gaïdourogyrévo",
      "word": "γαϊδουρογυρεύω"
    },
    {
      "raw_tags": [
        "用於諺語"
      ],
      "roman": "gaïdourodéno",
      "word": "γαϊδουροδένω"
    },
    {
      "roman": "gaïdourokavalaría",
      "word": "γαϊδουροκαβαλαρία"
    },
    {
      "roman": "gaïdourokalókairo",
      "word": "γαϊδουροκαλόκαιρο"
    },
    {
      "roman": "gaïdourolátis",
      "word": "γαϊδουρολάτης"
    },
    {
      "roman": "gaïdouromoúlaro",
      "word": "γαϊδουρομούλαρο"
    },
    {
      "roman": "gaïdourotómaro",
      "word": "γαϊδουροτόμαρο"
    },
    {
      "roman": "gaïdourótricha",
      "word": "γαϊδουρότριχα"
    },
    {
      "roman": "gaïdourofonára",
      "word": "γαϊδουροφωνάρα"
    },
    {
      "roman": "gaïdourópsaro",
      "word": "γαϊδουρόψαρο"
    },
    {
      "word": "γαϊδούρι"
    },
    {
      "word": "ξεκαπίστρωτο"
    },
    {
      "word": "xekapístroto"
    },
    {
      "word": "γαϊδούρι"
    },
    {
      "word": "ξεσαμάρωτο"
    },
    {
      "word": "xesamároto"
    },
    {
      "word": "γάιδαρος με περικεφαλαία"
    },
    {
      "word": "gáidaros me perikefalaía"
    },
    {
      "word": "δένω τον γάιδαρό μου"
    },
    {
      "word": "déno ton gáidaró mou"
    },
    {
      "word": "κατά φωνή κι ο γάιδαρος"
    },
    {
      "word": "katá foní ki o gáidaros"
    },
    {
      "word": "σκάω γάιδαρο"
    },
    {
      "word": "skáo gáidaro"
    },
    {
      "word": "γαϊδουρινή"
    },
    {
      "word": "υπομονή"
    },
    {
      "word": "ypomoní"
    },
    {
      "word": "κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε"
    },
    {
      "word": "kállio gaïdouródene pará gaïdourogýreve"
    },
    {
      "word": "Κυπραίικο γαϊδούρι"
    },
    {
      "word": "Kypraíiko gaïdoúri"
    },
    {
      "word": "μακριά γαϊδούρα"
    },
    {
      "word": "makriá gaïdoúra"
    },
    {
      "word": "πετάει ο γάιδαρος;"
    },
    {
      "word": "petáei o gáidaros?"
    },
    {
      "word": "δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα"
    },
    {
      "word": "dyo gáidaroi malónane se xénon achyróna"
    },
    {
      "word": "είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα"
    },
    {
      "word": "eípe o gáidaros ton peteinó kefála"
    },
    {
      "word": "ήταν στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος"
    },
    {
      "word": "ítan stravó to klíma, tó 'fage ki o gáidaros"
    },
    {
      "word": "κάποιου του χαρίζανε γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια"
    },
    {
      "word": "kápoiou tou charízane gáidaro ki aftós ton koítaze sta dóntia"
    },
    {
      "word": "μαντζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια"
    },
    {
      "word": "mantzourána sto katófli, gáidaros sta keramídia"
    },
    {
      "word": "μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου"
    },
    {
      "word": "mi stáxei i ourá tou gaïdárou"
    },
    {
      "word": "παλιός γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε μαθαίνει"
    },
    {
      "word": "paliós gáidaros kainoúria perpatisiá de mathaínei"
    },
    {
      "word": "φάγαμε τον γάιδαρο, στην ουρά θα σταματήσουμε;"
    },
    {
      "word": "fágame ton gáidaro, stin ourá tha stamatísoume?"
    }
  ],
  "etymology_text": "源自公元2世紀的通用希臘語 γάδαρος (gádaros)。中世紀希臘語中作γάιδαρος (gáidaros)/γάδαρος (gádaros)/γαΐδαρος (gaḯdaros)、γαϊδάριον (gaïdárion)。本詞的詞源說法有以下幾種:\n* 不確定,有爭議:源自阿拉伯語غَيْذَار (ḡayḏār, “刺耳;壓迫”)。\n* 基於γαύδαρος (gávdaros)的詞形,參見阿拉伯語 كَوْدَن (kawdan, “馱畜,尤指騾”),也見於和闐語 [需要文字] (khaḍara, “騾”),其可能是土耳其語 katır (“騾”)、哈薩克語 қашыр (qaşyr, “騾”)等詞的來源。\n* 或源自印地語 ghádar、gadarō 或 gadaró(“吉普賽人”)。\n* 並非源自γαϊδούρι (gaïdoúri) < (καρ)γαδούρι ((kar)gadoúri),源自威尼斯語cargatore (字面意思是“攜帶者”),源自cargar (“背在自己身上”)。\n* 並非源自古希臘語γάδος (gádos, “鱈魚”),常見名稱:γαϊδουρόψαρο (gaïdourópsaro)。",
  "forms": [
    {
      "form": "gáidaros",
      "tags": [
        "romanization"
      ]
    },
    {
      "form": "γάιδαροι",
      "raw_tags": [
        "复数"
      ]
    },
    {
      "form": "γαϊδούρα",
      "raw_tags": [
        "阴性"
      ]
    },
    {
      "form": "γαϊδάρα",
      "raw_tags": [
        "阴性"
      ]
    }
  ],
  "lang": "希臘語",
  "lang_code": "el",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "γκαρίζω"
    },
    {
      "word": "gkarízo"
    },
    {
      "word": "μουλάρι"
    },
    {
      "word": "moulári"
    },
    {
      "word": "άλογο"
    },
    {
      "word": "álogo"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "驢(Equus asinus)"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "希臘語口語詞",
        "希臘語貶義用語",
        "有使用例的希臘語詞"
      ],
      "examples": [
        {
          "roman": "Ti gáidaros ítan o adelfós tis, pou den mas eípe oúte éna «geia»!",
          "text": "Τι γάιδαρος ήταν ο αδελφός της, που δεν μας είπε ούτε ένα «γεια»!",
          "translation": "她兄弟真沒禮貌,見到咱們都不問聲好!"
        }
      ],
      "glosses": [
        "粗魯、沒教養的人"
      ],
      "tags": [
        "colloquial",
        "derogatory",
        "figuratively"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "ipa": "/ˈɣai̯.ða.ɾos/"
    },
    {
      "audio": "EL-γάιδαρος.ogg",
      "mp3_url": "https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/transcoded/9/90/EL-γάιδαρος.ogg/EL-γάιδαρος.ogg.mp3",
      "ogg_url": "https://commons.wikimedia.org/wiki/Special:FilePath/EL-γάιδαρος.ogg",
      "raw_tags": [
        "Audio"
      ]
    }
  ],
  "synonyms": [
    {
      "word": "γάδαρος"
    },
    {
      "word": "gádaros"
    },
    {
      "word": "γαΐδαρος"
    },
    {
      "word": "gaḯdaros"
    },
    {
      "word": "γαϊδούρι"
    },
    {
      "word": "gaïdoúri"
    },
    {
      "word": "近義詞章節"
    },
    {
      "word": "ἀείδαρος"
    },
    {
      "word": "aeídaros"
    },
    {
      "word": "όνος"
    },
    {
      "word": "ónos"
    },
    {
      "tags": [
        "humorous"
      ],
      "word": "κυρ-"
    },
    {
      "tags": [
        "humorous"
      ],
      "word": "kyr-"
    },
    {
      "word": "Μέντιος"
    },
    {
      "word": "Méntios"
    },
    {
      "word": "Μενδαῖος"
    },
    {
      "word": "ὄνος"
    },
    {
      "word": "Μένδη"
    },
    {
      "word": "Méndē"
    },
    {
      "word": "其他寫法章節"
    }
  ],
  "tags": [
    "masculine"
  ],
  "word": "γάιδαρος"
}

Download raw JSONL data for γάιδαρος meaning in 希臘語 (6.9kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable 希臘語 dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2024-12-21 from the zhwiktionary dump dated 2024-12-20 using wiktextract (d8cb2f3 and 4e554ae). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.