"φυσιολογικός" meaning in Greek

See φυσιολογικός in All languages combined, or Wiktionary

Adjective

Head templates: {{head|el|adjective|feminine|φυσιολογική|||||neuter|φυσιολογικό|||g=m|head=|sort=}} φυσιολογικός • (fysiologikós) m (feminine φυσιολογική, neuter φυσιολογικό), {{el-adj|f=φυσιολογική|n=φυσιολογικό}} φυσιολογικός • (fysiologikós) m (feminine φυσιολογική, neuter φυσιολογικό) Inflection templates: {{el-decl-adj|abstem=φυσιολογικότατ|compstem=φυσιολογικότερ|dec=ός-ή-ό|stem=φυσιολογικ}}, {{el-decl-adj-a|abstem=φυσιολογικότατ|compstem=φυσιολογικότερ|dec=ός-ή-ό|docnote=|form=|lemma=|nocat=|nopio=|part=|posnote=|stem=φυσιολογικ|stem2=}}, {{el-decl-adj-positive|dec=ός-ή-ό|form=|header=Declension of φυσιολογικός|note=|pionote=Comparative: <i class="Grek mention" lang="el">πιο</i> + positive forms (e.g. πιο φυσιολογικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φυσιολογικός, etc.)|stem=φυσιολογικ|stem2=}}, {{el-decl-adj-ός-ή-ό|form=|stem=φυσιολογικ|stem2=}}, {{el-decl-adj-table|φυσιολογικός (fysiologikós)|φυσιολογική (fysiologikí)|φυσιολογικό (fysiologikó)|φυσιολογικοί (fysiologikoí)|φυσιολογικές (fysiologikés)|φυσιολογικά (fysiologiká)|φυσιολογικού (fysiologikoú)|φυσιολογικής (fysiologikís)|φυσιολογικού (fysiologikoú)|φυσιολογικών (fysiologikón)|φυσιολογικών (fysiologikón)|φυσιολογικών (fysiologikón)|φυσιολογικό (fysiologikó)|φυσιολογική (fysiologikí)|φυσιολογικό (fysiologikó)|φυσιολογικούς (fysiologikoús)|φυσιολογικές (fysiologikés)|φυσιολογικά (fysiologiká)|φυσιολογικέ (fysiologiké)|φυσιολογική (fysiologikí)|φυσιολογικό (fysiologikó)|φυσιολογικοί (fysiologikoí)|φυσιολογικές (fysiologikés)|φυσιολογικά (fysiologiká)}}, {{el-decl-adj-degrees|abstem=φυσιολογικότατ|compstem=φυσιολογικότερ|form=|note=}}, {{el-decl-adj-ος-η-ο|form=|stem=φυσιολογικότερ}}, {{el-decl-adj-table|φυσιολογικότερος (fysiologikóteros)|φυσιολογικότερη (fysiologikóteri)|φυσιολογικότερο (fysiologikótero)|φυσιολογικότεροι (fysiologikóteroi)|φυσιολογικότερες (fysiologikóteres)|φυσιολογικότερα (fysiologikótera)|φυσιολογικότερου (fysiologikóterou)|φυσιολογικότερης (fysiologikóteris)|φυσιολογικότερου (fysiologikóterou)|φυσιολογικότερων (fysiologikóteron)|φυσιολογικότερων (fysiologikóteron)|φυσιολογικότερων (fysiologikóteron)|φυσιολογικότερο (fysiologikótero)|φυσιολογικότερη (fysiologikóteri)|φυσιολογικότερο (fysiologikótero)|φυσιολογικότερους (fysiologikóterous)|φυσιολογικότερες (fysiologikóteres)|φυσιολογικότερα (fysiologikótera)|φυσιολογικότερε (fysiologikótere)|φυσιολογικότερη (fysiologikóteri)|φυσιολογικότερο (fysiologikótero)|φυσιολογικότεροι (fysiologikóteroi)|φυσιολογικότερες (fysiologikóteres)|φυσιολογικότερα (fysiologikótera)}}, {{el-decl-adj-ος-η-ο|stem=φυσιολογικότατ}}, {{el-decl-adj-table|φυσιολογικότατος (fysiologikótatos)|φυσιολογικότατη (fysiologikótati)|φυσιολογικότατο (fysiologikótato)|φυσιολογικότατοι (fysiologikótatoi)|φυσιολογικότατες (fysiologikótates)|φυσιολογικότατα (fysiologikótata)|φυσιολογικότατου (fysiologikótatou)|φυσιολογικότατης (fysiologikótatis)|φυσιολογικότατου (fysiologikótatou)|φυσιολογικότατων (fysiologikótaton)|φυσιολογικότατων (fysiologikótaton)|φυσιολογικότατων (fysiologikótaton)|φυσιολογικότατο (fysiologikótato)|φυσιολογικότατη (fysiologikótati)|φυσιολογικότατο (fysiologikótato)|φυσιολογικότατους (fysiologikótatous)|φυσιολογικότατες (fysiologikótates)|φυσιολογικότατα (fysiologikótata)|φυσιολογικότατε (fysiologikótate)|φυσιολογικότατη (fysiologikótati)|φυσιολογικότατο (fysiologikótato)|φυσιολογικότατοι (fysiologikótatoi)|φυσιολογικότατες (fysiologikótates)|φυσιολογικότατα (fysiologikótata)}} Forms: fysiologikós [romanization], φυσιολογική [feminine], φυσιολογικό [neuter], no-table-tags [table-tags], φυσιολογικότερος [masculine, nominative, singular], φυσιολογικότερη [feminine, nominative, singular], φυσιολογικότερο [neuter, nominative, singular], φυσιολογικότεροι [masculine, nominative, plural], φυσιολογικότερες [feminine, nominative, plural], φυσιολογικότερα [neuter, nominative, plural], φυσιολογικότερου [genitive, masculine, singular], φυσιολογικότερης [feminine, genitive, singular], φυσιολογικότερου [genitive, neuter, singular], φυσιολογικότερων [genitive, masculine, plural], φυσιολογικότερων [feminine, genitive, plural], φυσιολογικότερων [genitive, neuter, plural], φυσιολογικότερο [accusative, masculine, singular], φυσιολογικότερη [accusative, feminine, singular], φυσιολογικότερο [accusative, neuter, singular], φυσιολογικότερους [accusative, masculine, plural], φυσιολογικότερες [accusative, feminine, plural], φυσιολογικότερα [accusative, neuter, plural], φυσιολογικότερε [masculine, singular, vocative], φυσιολογικότερη [feminine, singular, vocative], φυσιολογικότερο [neuter, singular, vocative], φυσιολογικότεροι [masculine, plural, vocative], φυσιολογικότερες [feminine, plural, vocative], φυσιολογικότερα [neuter, plural, vocative], relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φυσιολογικότερος", etc), φυσιολογικότατος [masculine, nominative, singular], φυσιολογικότατη [feminine, nominative, singular], φυσιολογικότατο [neuter, nominative, singular], φυσιολογικότατοι [masculine, nominative, plural], φυσιολογικότατες [feminine, nominative, plural], φυσιολογικότατα [neuter, nominative, plural], φυσιολογικότατου [genitive, masculine, singular], φυσιολογικότατης [feminine, genitive, singular], φυσιολογικότατου [genitive, neuter, singular], φυσιολογικότατων [genitive, masculine, plural], φυσιολογικότατων [feminine, genitive, plural], φυσιολογικότατων [genitive, neuter, plural], φυσιολογικότατο [accusative, masculine, singular], φυσιολογικότατη [accusative, feminine, singular], φυσιολογικότατο [accusative, neuter, singular], φυσιολογικότατους [accusative, masculine, plural], φυσιολογικότατες [accusative, feminine, plural], φυσιολογικότατα [accusative, neuter, plural], φυσιολογικότατε [masculine, singular, vocative], φυσιολογικότατη [feminine, singular, vocative], φυσιολογικότατο [neuter, singular, vocative], φυσιολογικότατοι [masculine, plural, vocative], φυσιολογικότατες [feminine, plural, vocative], φυσιολογικότατα [neuter, plural, vocative], no-table-tags [table-tags], φυσιολογικός [masculine, nominative, singular], φυσιολογική [feminine, nominative, singular], φυσιολογικό [neuter, nominative, singular], φυσιολογικοί [masculine, nominative, plural], φυσιολογικές [feminine, nominative, plural], φυσιολογικά [neuter, nominative, plural], φυσιολογικού [genitive, masculine, singular], φυσιολογικής [feminine, genitive, singular], φυσιολογικού [genitive, neuter, singular], φυσιολογικών [genitive, masculine, plural], φυσιολογικών [feminine, genitive, plural], φυσιολογικών [genitive, neuter, plural], φυσιολογικό [accusative, masculine, singular], φυσιολογική [accusative, feminine, singular], φυσιολογικό [accusative, neuter, singular], φυσιολογικούς [accusative, masculine, plural], φυσιολογικές [accusative, feminine, plural], φυσιολογικά [accusative, neuter, plural], φυσιολογικέ [masculine, singular, vocative], φυσιολογική [feminine, singular, vocative], φυσιολογικό [neuter, singular, vocative], φυσιολογικοί [masculine, plural, vocative], φυσιολογικές [feminine, plural, vocative], φυσιολογικά [neuter, plural, vocative]
  1. normal, natural Synonyms: φυσικός
    Sense id: en-φυσιολογικός-el-adj-ZSpJX2f9
  2. (physiology) physiological Categories (topical): Physiology
    Sense id: en-φυσιολογικός-el-adj-1VUtu2ho Categories (other): Greek adjectives in declension ός-ή-ό, Greek entries with incorrect language header, Pages with 1 entry, Pages with entries Disambiguation of Greek adjectives in declension ός-ή-ό: 39 61 Disambiguation of Greek entries with incorrect language header: 17 83 Disambiguation of Pages with 1 entry: 0 100 Disambiguation of Pages with entries: 0 100 Topics: medicine, physiology, sciences
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms (see): φυσιολογία (fysiología) (english: physiology) [feminine]
Disambiguation of 'see': 0 0

Inflected forms

{
  "forms": [
    {
      "form": "fysiologikós",
      "tags": [
        "romanization"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογική",
      "tags": [
        "feminine"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικό",
      "tags": [
        "neuter"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερος",
      "roman": "fysiologikóteros",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερη",
      "roman": "fysiologikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερο",
      "roman": "fysiologikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότεροι",
      "roman": "fysiologikóteroi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερες",
      "roman": "fysiologikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερα",
      "roman": "fysiologikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερου",
      "roman": "fysiologikóterou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερης",
      "roman": "fysiologikóteris",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερου",
      "roman": "fysiologikóterou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερων",
      "roman": "fysiologikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερων",
      "roman": "fysiologikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερων",
      "roman": "fysiologikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερο",
      "roman": "fysiologikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερη",
      "roman": "fysiologikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερο",
      "roman": "fysiologikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερους",
      "roman": "fysiologikóterous",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερες",
      "roman": "fysiologikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερα",
      "roman": "fysiologikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερε",
      "roman": "fysiologikótere",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερη",
      "roman": "fysiologikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερο",
      "roman": "fysiologikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότεροι",
      "roman": "fysiologikóteroi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερες",
      "roman": "fysiologikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερα",
      "roman": "fysiologikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "relative superlative: ο + comparative forms (eg \"ο φυσιολογικότερος\", etc)",
      "source": "declension"
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατος",
      "roman": "fysiologikótatos",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατη",
      "roman": "fysiologikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατο",
      "roman": "fysiologikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατοι",
      "roman": "fysiologikótatoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατες",
      "roman": "fysiologikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατα",
      "roman": "fysiologikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατου",
      "roman": "fysiologikótatou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατης",
      "roman": "fysiologikótatis",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατου",
      "roman": "fysiologikótatou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατων",
      "roman": "fysiologikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατων",
      "roman": "fysiologikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατων",
      "roman": "fysiologikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατο",
      "roman": "fysiologikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατη",
      "roman": "fysiologikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατο",
      "roman": "fysiologikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατους",
      "roman": "fysiologikótatous",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατες",
      "roman": "fysiologikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατα",
      "roman": "fysiologikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατε",
      "roman": "fysiologikótate",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατη",
      "roman": "fysiologikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατο",
      "roman": "fysiologikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατοι",
      "roman": "fysiologikótatoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατες",
      "roman": "fysiologikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατα",
      "roman": "fysiologikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικός",
      "roman": "fysiologikós",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογική",
      "roman": "fysiologikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικό",
      "roman": "fysiologikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικοί",
      "roman": "fysiologikoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικές",
      "roman": "fysiologikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικά",
      "roman": "fysiologiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικού",
      "roman": "fysiologikoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικής",
      "roman": "fysiologikís",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικού",
      "roman": "fysiologikoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικών",
      "roman": "fysiologikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικών",
      "roman": "fysiologikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικών",
      "roman": "fysiologikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικό",
      "roman": "fysiologikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογική",
      "roman": "fysiologikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικό",
      "roman": "fysiologikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικούς",
      "roman": "fysiologikoús",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικές",
      "roman": "fysiologikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικά",
      "roman": "fysiologiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικέ",
      "roman": "fysiologiké",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογική",
      "roman": "fysiologikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικό",
      "roman": "fysiologikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικοί",
      "roman": "fysiologikoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικές",
      "roman": "fysiologikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικά",
      "roman": "fysiologiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "head_templates": [
    {
      "args": {
        "1": "el",
        "10": "φυσιολογικό",
        "11": "",
        "12": "",
        "2": "adjective",
        "3": "feminine",
        "4": "φυσιολογική",
        "5": "",
        "6": "",
        "7": "",
        "8": "",
        "9": "neuter",
        "g": "m",
        "head": "",
        "sort": ""
      },
      "expansion": "φυσιολογικός • (fysiologikós) m (feminine φυσιολογική, neuter φυσιολογικό)",
      "name": "head"
    },
    {
      "args": {
        "f": "φυσιολογική",
        "n": "φυσιολογικό"
      },
      "expansion": "φυσιολογικός • (fysiologikós) m (feminine φυσιολογική, neuter φυσιολογικό)",
      "name": "el-adj"
    }
  ],
  "inflection_templates": [
    {
      "args": {
        "abstem": "φυσιολογικότατ",
        "compstem": "φυσιολογικότερ",
        "dec": "ός-ή-ό",
        "stem": "φυσιολογικ"
      },
      "name": "el-decl-adj"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "φυσιολογικότατ",
        "compstem": "φυσιολογικότερ",
        "dec": "ός-ή-ό",
        "docnote": "",
        "form": "",
        "lemma": "",
        "nocat": "",
        "nopio": "",
        "part": "",
        "posnote": "",
        "stem": "φυσιολογικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-a"
    },
    {
      "args": {
        "dec": "ός-ή-ό",
        "form": "",
        "header": "Declension of φυσιολογικός",
        "note": "",
        "pionote": "Comparative: <i class=\"Grek mention\" lang=\"el\">πιο</i> + positive forms (e.g. πιο φυσιολογικός, etc.)\n Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φυσιολογικός, etc.)",
        "stem": "φυσιολογικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-positive"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "φυσιολογικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-ός-ή-ό"
    },
    {
      "args": {
        "1": "φυσιολογικός (fysiologikós)",
        "10": "φυσιολογικών (fysiologikón)",
        "11": "φυσιολογικών (fysiologikón)",
        "12": "φυσιολογικών (fysiologikón)",
        "13": "φυσιολογικό (fysiologikó)",
        "14": "φυσιολογική (fysiologikí)",
        "15": "φυσιολογικό (fysiologikó)",
        "16": "φυσιολογικούς (fysiologikoús)",
        "17": "φυσιολογικές (fysiologikés)",
        "18": "φυσιολογικά (fysiologiká)",
        "19": "φυσιολογικέ (fysiologiké)",
        "2": "φυσιολογική (fysiologikí)",
        "20": "φυσιολογική (fysiologikí)",
        "21": "φυσιολογικό (fysiologikó)",
        "22": "φυσιολογικοί (fysiologikoí)",
        "23": "φυσιολογικές (fysiologikés)",
        "24": "φυσιολογικά (fysiologiká)",
        "3": "φυσιολογικό (fysiologikó)",
        "4": "φυσιολογικοί (fysiologikoí)",
        "5": "φυσιολογικές (fysiologikés)",
        "6": "φυσιολογικά (fysiologiká)",
        "7": "φυσιολογικού (fysiologikoú)",
        "8": "φυσιολογικής (fysiologikís)",
        "9": "φυσιολογικού (fysiologikoú)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "φυσιολογικότατ",
        "compstem": "φυσιολογικότερ",
        "form": "",
        "note": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-degrees"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "φυσιολογικότερ"
      },
      "name": "el-decl-adj-ος-η-ο"
    },
    {
      "args": {
        "1": "φυσιολογικότερος (fysiologikóteros)",
        "10": "φυσιολογικότερων (fysiologikóteron)",
        "11": "φυσιολογικότερων (fysiologikóteron)",
        "12": "φυσιολογικότερων (fysiologikóteron)",
        "13": "φυσιολογικότερο (fysiologikótero)",
        "14": "φυσιολογικότερη (fysiologikóteri)",
        "15": "φυσιολογικότερο (fysiologikótero)",
        "16": "φυσιολογικότερους (fysiologikóterous)",
        "17": "φυσιολογικότερες (fysiologikóteres)",
        "18": "φυσιολογικότερα (fysiologikótera)",
        "19": "φυσιολογικότερε (fysiologikótere)",
        "2": "φυσιολογικότερη (fysiologikóteri)",
        "20": "φυσιολογικότερη (fysiologikóteri)",
        "21": "φυσιολογικότερο (fysiologikótero)",
        "22": "φυσιολογικότεροι (fysiologikóteroi)",
        "23": "φυσιολογικότερες (fysiologikóteres)",
        "24": "φυσιολογικότερα (fysiologikótera)",
        "3": "φυσιολογικότερο (fysiologikótero)",
        "4": "φυσιολογικότεροι (fysiologikóteroi)",
        "5": "φυσιολογικότερες (fysiologikóteres)",
        "6": "φυσιολογικότερα (fysiologikótera)",
        "7": "φυσιολογικότερου (fysiologikóterou)",
        "8": "φυσιολογικότερης (fysiologikóteris)",
        "9": "φυσιολογικότερου (fysiologikóterou)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    },
    {
      "args": {
        "stem": "φυσιολογικότατ"
      },
      "name": "el-decl-adj-ος-η-ο"
    },
    {
      "args": {
        "1": "φυσιολογικότατος (fysiologikótatos)",
        "10": "φυσιολογικότατων (fysiologikótaton)",
        "11": "φυσιολογικότατων (fysiologikótaton)",
        "12": "φυσιολογικότατων (fysiologikótaton)",
        "13": "φυσιολογικότατο (fysiologikótato)",
        "14": "φυσιολογικότατη (fysiologikótati)",
        "15": "φυσιολογικότατο (fysiologikótato)",
        "16": "φυσιολογικότατους (fysiologikótatous)",
        "17": "φυσιολογικότατες (fysiologikótates)",
        "18": "φυσιολογικότατα (fysiologikótata)",
        "19": "φυσιολογικότατε (fysiologikótate)",
        "2": "φυσιολογικότατη (fysiologikótati)",
        "20": "φυσιολογικότατη (fysiologikótati)",
        "21": "φυσιολογικότατο (fysiologikótato)",
        "22": "φυσιολογικότατοι (fysiologikótatoi)",
        "23": "φυσιολογικότατες (fysiologikótates)",
        "24": "φυσιολογικότατα (fysiologikótata)",
        "3": "φυσιολογικότατο (fysiologikótato)",
        "4": "φυσιολογικότατοι (fysiologikótatoi)",
        "5": "φυσιολογικότατες (fysiologikótates)",
        "6": "φυσιολογικότατα (fysiologikótata)",
        "7": "φυσιολογικότατου (fysiologikótatou)",
        "8": "φυσιολογικότατης (fysiologikótatis)",
        "9": "φυσιολογικότατου (fysiologikótatou)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "adj",
  "related": [
    {
      "_dis1": "0 0",
      "english": "physiology",
      "roman": "fysiología",
      "sense": "see",
      "tags": [
        "feminine"
      ],
      "word": "φυσιολογία"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "antonyms": [
        {
          "word": "αφύσικος"
        }
      ],
      "glosses": [
        "normal, natural"
      ],
      "id": "en-φυσιολογικός-el-adj-ZSpJX2f9",
      "links": [
        [
          "normal",
          "normal"
        ],
        [
          "natural",
          "natural"
        ]
      ],
      "synonyms": [
        {
          "word": "φυσικός"
        }
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "topical",
          "langcode": "el",
          "name": "Physiology",
          "orig": "el:Physiology",
          "parents": [
            "Biology",
            "Medicine",
            "Sciences",
            "Healthcare",
            "All topics",
            "Health",
            "Fundamental",
            "Body"
          ],
          "source": "w"
        },
        {
          "_dis": "39 61",
          "kind": "other",
          "name": "Greek adjectives in declension ός-ή-ό",
          "parents": [],
          "source": "w+disamb"
        },
        {
          "_dis": "17 83",
          "kind": "other",
          "name": "Greek entries with incorrect language header",
          "parents": [
            "Entries with incorrect language header",
            "Entry maintenance"
          ],
          "source": "w+disamb"
        },
        {
          "_dis": "0 100",
          "kind": "other",
          "name": "Pages with 1 entry",
          "parents": [],
          "source": "w+disamb"
        },
        {
          "_dis": "0 100",
          "kind": "other",
          "name": "Pages with entries",
          "parents": [],
          "source": "w+disamb"
        }
      ],
      "glosses": [
        "physiological"
      ],
      "id": "en-φυσιολογικός-el-adj-1VUtu2ho",
      "links": [
        [
          "physiology",
          "physiology"
        ],
        [
          "physiological",
          "physiological"
        ]
      ],
      "raw_glosses": [
        "(physiology) physiological"
      ],
      "topics": [
        "medicine",
        "physiology",
        "sciences"
      ]
    }
  ],
  "word": "φυσιολογικός"
}
{
  "categories": [
    "Greek adjectives",
    "Greek adjectives in declension ός-ή-ό",
    "Greek entries with incorrect language header",
    "Greek lemmas",
    "Pages with 1 entry",
    "Pages with entries"
  ],
  "forms": [
    {
      "form": "fysiologikós",
      "tags": [
        "romanization"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογική",
      "tags": [
        "feminine"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικό",
      "tags": [
        "neuter"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερος",
      "roman": "fysiologikóteros",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερη",
      "roman": "fysiologikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερο",
      "roman": "fysiologikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότεροι",
      "roman": "fysiologikóteroi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερες",
      "roman": "fysiologikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερα",
      "roman": "fysiologikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερου",
      "roman": "fysiologikóterou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερης",
      "roman": "fysiologikóteris",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερου",
      "roman": "fysiologikóterou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερων",
      "roman": "fysiologikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερων",
      "roman": "fysiologikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερων",
      "roman": "fysiologikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερο",
      "roman": "fysiologikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερη",
      "roman": "fysiologikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερο",
      "roman": "fysiologikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερους",
      "roman": "fysiologikóterous",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερες",
      "roman": "fysiologikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερα",
      "roman": "fysiologikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερε",
      "roman": "fysiologikótere",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερη",
      "roman": "fysiologikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερο",
      "roman": "fysiologikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότεροι",
      "roman": "fysiologikóteroi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερες",
      "roman": "fysiologikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότερα",
      "roman": "fysiologikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "relative superlative: ο + comparative forms (eg \"ο φυσιολογικότερος\", etc)",
      "source": "declension"
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατος",
      "roman": "fysiologikótatos",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατη",
      "roman": "fysiologikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατο",
      "roman": "fysiologikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατοι",
      "roman": "fysiologikótatoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατες",
      "roman": "fysiologikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατα",
      "roman": "fysiologikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατου",
      "roman": "fysiologikótatou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατης",
      "roman": "fysiologikótatis",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατου",
      "roman": "fysiologikótatou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατων",
      "roman": "fysiologikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατων",
      "roman": "fysiologikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατων",
      "roman": "fysiologikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατο",
      "roman": "fysiologikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατη",
      "roman": "fysiologikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατο",
      "roman": "fysiologikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατους",
      "roman": "fysiologikótatous",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατες",
      "roman": "fysiologikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατα",
      "roman": "fysiologikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατε",
      "roman": "fysiologikótate",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατη",
      "roman": "fysiologikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατο",
      "roman": "fysiologikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατοι",
      "roman": "fysiologikótatoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατες",
      "roman": "fysiologikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικότατα",
      "roman": "fysiologikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικός",
      "roman": "fysiologikós",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογική",
      "roman": "fysiologikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικό",
      "roman": "fysiologikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικοί",
      "roman": "fysiologikoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικές",
      "roman": "fysiologikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικά",
      "roman": "fysiologiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικού",
      "roman": "fysiologikoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικής",
      "roman": "fysiologikís",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικού",
      "roman": "fysiologikoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικών",
      "roman": "fysiologikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικών",
      "roman": "fysiologikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικών",
      "roman": "fysiologikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικό",
      "roman": "fysiologikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογική",
      "roman": "fysiologikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικό",
      "roman": "fysiologikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικούς",
      "roman": "fysiologikoús",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικές",
      "roman": "fysiologikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικά",
      "roman": "fysiologiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικέ",
      "roman": "fysiologiké",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογική",
      "roman": "fysiologikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικό",
      "roman": "fysiologikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικοί",
      "roman": "fysiologikoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικές",
      "roman": "fysiologikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "φυσιολογικά",
      "roman": "fysiologiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "head_templates": [
    {
      "args": {
        "1": "el",
        "10": "φυσιολογικό",
        "11": "",
        "12": "",
        "2": "adjective",
        "3": "feminine",
        "4": "φυσιολογική",
        "5": "",
        "6": "",
        "7": "",
        "8": "",
        "9": "neuter",
        "g": "m",
        "head": "",
        "sort": ""
      },
      "expansion": "φυσιολογικός • (fysiologikós) m (feminine φυσιολογική, neuter φυσιολογικό)",
      "name": "head"
    },
    {
      "args": {
        "f": "φυσιολογική",
        "n": "φυσιολογικό"
      },
      "expansion": "φυσιολογικός • (fysiologikós) m (feminine φυσιολογική, neuter φυσιολογικό)",
      "name": "el-adj"
    }
  ],
  "inflection_templates": [
    {
      "args": {
        "abstem": "φυσιολογικότατ",
        "compstem": "φυσιολογικότερ",
        "dec": "ός-ή-ό",
        "stem": "φυσιολογικ"
      },
      "name": "el-decl-adj"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "φυσιολογικότατ",
        "compstem": "φυσιολογικότερ",
        "dec": "ός-ή-ό",
        "docnote": "",
        "form": "",
        "lemma": "",
        "nocat": "",
        "nopio": "",
        "part": "",
        "posnote": "",
        "stem": "φυσιολογικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-a"
    },
    {
      "args": {
        "dec": "ός-ή-ό",
        "form": "",
        "header": "Declension of φυσιολογικός",
        "note": "",
        "pionote": "Comparative: <i class=\"Grek mention\" lang=\"el\">πιο</i> + positive forms (e.g. πιο φυσιολογικός, etc.)\n Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φυσιολογικός, etc.)",
        "stem": "φυσιολογικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-positive"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "φυσιολογικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-ός-ή-ό"
    },
    {
      "args": {
        "1": "φυσιολογικός (fysiologikós)",
        "10": "φυσιολογικών (fysiologikón)",
        "11": "φυσιολογικών (fysiologikón)",
        "12": "φυσιολογικών (fysiologikón)",
        "13": "φυσιολογικό (fysiologikó)",
        "14": "φυσιολογική (fysiologikí)",
        "15": "φυσιολογικό (fysiologikó)",
        "16": "φυσιολογικούς (fysiologikoús)",
        "17": "φυσιολογικές (fysiologikés)",
        "18": "φυσιολογικά (fysiologiká)",
        "19": "φυσιολογικέ (fysiologiké)",
        "2": "φυσιολογική (fysiologikí)",
        "20": "φυσιολογική (fysiologikí)",
        "21": "φυσιολογικό (fysiologikó)",
        "22": "φυσιολογικοί (fysiologikoí)",
        "23": "φυσιολογικές (fysiologikés)",
        "24": "φυσιολογικά (fysiologiká)",
        "3": "φυσιολογικό (fysiologikó)",
        "4": "φυσιολογικοί (fysiologikoí)",
        "5": "φυσιολογικές (fysiologikés)",
        "6": "φυσιολογικά (fysiologiká)",
        "7": "φυσιολογικού (fysiologikoú)",
        "8": "φυσιολογικής (fysiologikís)",
        "9": "φυσιολογικού (fysiologikoú)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "φυσιολογικότατ",
        "compstem": "φυσιολογικότερ",
        "form": "",
        "note": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-degrees"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "φυσιολογικότερ"
      },
      "name": "el-decl-adj-ος-η-ο"
    },
    {
      "args": {
        "1": "φυσιολογικότερος (fysiologikóteros)",
        "10": "φυσιολογικότερων (fysiologikóteron)",
        "11": "φυσιολογικότερων (fysiologikóteron)",
        "12": "φυσιολογικότερων (fysiologikóteron)",
        "13": "φυσιολογικότερο (fysiologikótero)",
        "14": "φυσιολογικότερη (fysiologikóteri)",
        "15": "φυσιολογικότερο (fysiologikótero)",
        "16": "φυσιολογικότερους (fysiologikóterous)",
        "17": "φυσιολογικότερες (fysiologikóteres)",
        "18": "φυσιολογικότερα (fysiologikótera)",
        "19": "φυσιολογικότερε (fysiologikótere)",
        "2": "φυσιολογικότερη (fysiologikóteri)",
        "20": "φυσιολογικότερη (fysiologikóteri)",
        "21": "φυσιολογικότερο (fysiologikótero)",
        "22": "φυσιολογικότεροι (fysiologikóteroi)",
        "23": "φυσιολογικότερες (fysiologikóteres)",
        "24": "φυσιολογικότερα (fysiologikótera)",
        "3": "φυσιολογικότερο (fysiologikótero)",
        "4": "φυσιολογικότεροι (fysiologikóteroi)",
        "5": "φυσιολογικότερες (fysiologikóteres)",
        "6": "φυσιολογικότερα (fysiologikótera)",
        "7": "φυσιολογικότερου (fysiologikóterou)",
        "8": "φυσιολογικότερης (fysiologikóteris)",
        "9": "φυσιολογικότερου (fysiologikóterou)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    },
    {
      "args": {
        "stem": "φυσιολογικότατ"
      },
      "name": "el-decl-adj-ος-η-ο"
    },
    {
      "args": {
        "1": "φυσιολογικότατος (fysiologikótatos)",
        "10": "φυσιολογικότατων (fysiologikótaton)",
        "11": "φυσιολογικότατων (fysiologikótaton)",
        "12": "φυσιολογικότατων (fysiologikótaton)",
        "13": "φυσιολογικότατο (fysiologikótato)",
        "14": "φυσιολογικότατη (fysiologikótati)",
        "15": "φυσιολογικότατο (fysiologikótato)",
        "16": "φυσιολογικότατους (fysiologikótatous)",
        "17": "φυσιολογικότατες (fysiologikótates)",
        "18": "φυσιολογικότατα (fysiologikótata)",
        "19": "φυσιολογικότατε (fysiologikótate)",
        "2": "φυσιολογικότατη (fysiologikótati)",
        "20": "φυσιολογικότατη (fysiologikótati)",
        "21": "φυσιολογικότατο (fysiologikótato)",
        "22": "φυσιολογικότατοι (fysiologikótatoi)",
        "23": "φυσιολογικότατες (fysiologikótates)",
        "24": "φυσιολογικότατα (fysiologikótata)",
        "3": "φυσιολογικότατο (fysiologikótato)",
        "4": "φυσιολογικότατοι (fysiologikótatoi)",
        "5": "φυσιολογικότατες (fysiologikótates)",
        "6": "φυσιολογικότατα (fysiologikótata)",
        "7": "φυσιολογικότατου (fysiologikótatou)",
        "8": "φυσιολογικότατης (fysiologikótatis)",
        "9": "φυσιολογικότατου (fysiologikótatou)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "adj",
  "related": [
    {
      "english": "physiology",
      "roman": "fysiología",
      "sense": "see",
      "tags": [
        "feminine"
      ],
      "word": "φυσιολογία"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "antonyms": [
        {
          "word": "αφύσικος"
        }
      ],
      "glosses": [
        "normal, natural"
      ],
      "links": [
        [
          "normal",
          "normal"
        ],
        [
          "natural",
          "natural"
        ]
      ],
      "synonyms": [
        {
          "word": "φυσικός"
        }
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "el:Physiology"
      ],
      "glosses": [
        "physiological"
      ],
      "links": [
        [
          "physiology",
          "physiology"
        ],
        [
          "physiological",
          "physiological"
        ]
      ],
      "raw_glosses": [
        "(physiology) physiological"
      ],
      "topics": [
        "medicine",
        "physiology",
        "sciences"
      ]
    }
  ],
  "word": "φυσιολογικός"
}

Download raw JSONL data for φυσιολογικός meaning in Greek (17.3kB)

{
  "called_from": "parser/1336",
  "msg": "no corresponding start tag found for </div>",
  "path": [
    "φυσιολογικός"
  ],
  "section": "Greek",
  "subsection": "adjective",
  "title": "φυσιολογικός",
  "trace": ""
}

{
  "called_from": "parser/1336",
  "msg": "no corresponding start tag found for </div>",
  "path": [
    "φυσιολογικός"
  ],
  "section": "Greek",
  "subsection": "adjective",
  "title": "φυσιολογικός",
  "trace": ""
}

{
  "called_from": "inflection/2466",
  "msg": "accepted heuristic header: table cell identified as header and given candidate status, AND the cleaned text is in LANGUAGES_WITH_CELLS_AS_HEADERS[Greek]; cleaned text: derivations",
  "path": [
    "φυσιολογικός"
  ],
  "section": "Greek",
  "subsection": "adjective",
  "title": "φυσιολογικός",
  "trace": ""
}

{
  "called_from": "inflection/1826",
  "msg": "inflection table: empty tags for relative superlative: ο + comparative forms (eg \"ο φυσιολογικότερος\", etc)",
  "path": [
    "φυσιολογικός"
  ],
  "section": "Greek",
  "subsection": "adjective",
  "title": "φυσιολογικός",
  "trace": ""
}

This page is a part of the kaikki.org machine-readable Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2024-12-21 from the enwiktionary dump dated 2024-12-04 using wiktextract (d8cb2f3 and 4e554ae). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.