"μεσημεριανός" meaning in Greek

See μεσημεριανός in All languages combined, or Wiktionary

Adjective

Etymology: From μεσημέρι (mesiméri, “midday”). Head templates: {{head|el|adjective|feminine|μεσημεριανή|||||neuter|μεσημεριανό|||g=m|head=|sort=}} μεσημεριανός • (mesimerianós) m (feminine μεσημεριανή, neuter μεσημεριανό), {{el-adj|f=μεσημεριανή|n=μεσημεριανό}} μεσημεριανός • (mesimerianós) m (feminine μεσημεριανή, neuter μεσημεριανό) Inflection templates: {{el-decl-adj|dec=ός-ή-ό|nopio=1|stem=μεσημεριαν}}, {{el-decl-adj-a|abstem=|compstem=|dec=ός-ή-ό|docnote=|form=|lemma=|nocat=|nopio=1|part=|posnote=|stem=μεσημεριαν|stem2=}}, {{el-decl-adj-positive|dec=ός-ή-ό|form=|header=Declension of μεσημεριανός|note=|pionote=|stem=μεσημεριαν|stem2=}}, {{el-decl-adj-ός-ή-ό|form=|stem=μεσημεριαν|stem2=}}, {{el-decl-adj-table|μεσημεριανός (mesimerianós)|μεσημεριανή (mesimerianí)|μεσημεριανό (mesimerianó)|μεσημεριανοί (mesimerianoí)|μεσημεριανές (mesimerianés)|μεσημεριανά (mesimerianá)|μεσημεριανού (mesimerianoú)|μεσημεριανής (mesimerianís)|μεσημεριανού (mesimerianoú)|μεσημεριανών (mesimerianón)|μεσημεριανών (mesimerianón)|μεσημεριανών (mesimerianón)|μεσημεριανό (mesimerianó)|μεσημεριανή (mesimerianí)|μεσημεριανό (mesimerianó)|μεσημεριανούς (mesimerianoús)|μεσημεριανές (mesimerianés)|μεσημεριανά (mesimerianá)|μεσημεριανέ (mesimeriané)|μεσημεριανή (mesimerianí)|μεσημεριανό (mesimerianó)|μεσημεριανοί (mesimerianoí)|μεσημεριανές (mesimerianés)|μεσημεριανά (mesimerianá)}} Forms: mesimerianós [romanization], μεσημεριανή [feminine], μεσημεριανό [neuter], no-table-tags [table-tags], μεσημεριανός [masculine, nominative, singular], μεσημεριανή [feminine, nominative, singular], μεσημεριανό [neuter, nominative, singular], μεσημεριανοί [masculine, nominative, plural], μεσημεριανές [feminine, nominative, plural], μεσημεριανά [neuter, nominative, plural], μεσημεριανού [genitive, masculine, singular], μεσημεριανής [feminine, genitive, singular], μεσημεριανού [genitive, neuter, singular], μεσημεριανών [genitive, masculine, plural], μεσημεριανών [feminine, genitive, plural], μεσημεριανών [genitive, neuter, plural], μεσημεριανό [accusative, masculine, singular], μεσημεριανή [accusative, feminine, singular], μεσημεριανό [accusative, neuter, singular], μεσημεριανούς [accusative, masculine, plural], μεσημεριανές [accusative, feminine, plural], μεσημεριανά [accusative, neuter, plural], μεσημεριανέ [masculine, singular, vocative], μεσημεριανή [feminine, singular, vocative], μεσημεριανό [neuter, singular, vocative], μεσημεριανοί [masculine, plural, vocative], μεσημεριανές [feminine, plural, vocative], μεσημεριανά [neuter, plural, vocative]
  1. midday, related to noon Synonyms: μεσημβρινός (mesimvrinós), μεσημεριάτικος (mesimeriátikos) Related terms: μεσημεριανό (mesimerianó) (english: lunch) [neuter]
    Sense id: en-μεσημεριανός-el-adj-U-2PNWw7 Categories (other): Greek adjectives in declension ός-ή-ό, Greek entries with incorrect language header, Pages with 1 entry, Pages with entries

Inflected forms

{
  "etymology_text": "From μεσημέρι (mesiméri, “midday”).",
  "forms": [
    {
      "form": "mesimerianós",
      "tags": [
        "romanization"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανή",
      "tags": [
        "feminine"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανό",
      "tags": [
        "neuter"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανός",
      "roman": "mesimerianós",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανή",
      "roman": "mesimerianí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανό",
      "roman": "mesimerianó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανοί",
      "roman": "mesimerianoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανές",
      "roman": "mesimerianés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανά",
      "roman": "mesimerianá",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανού",
      "roman": "mesimerianoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανής",
      "roman": "mesimerianís",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανού",
      "roman": "mesimerianoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανών",
      "roman": "mesimerianón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανών",
      "roman": "mesimerianón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανών",
      "roman": "mesimerianón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανό",
      "roman": "mesimerianó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανή",
      "roman": "mesimerianí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανό",
      "roman": "mesimerianó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανούς",
      "roman": "mesimerianoús",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανές",
      "roman": "mesimerianés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανά",
      "roman": "mesimerianá",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανέ",
      "roman": "mesimeriané",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανή",
      "roman": "mesimerianí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανό",
      "roman": "mesimerianó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανοί",
      "roman": "mesimerianoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανές",
      "roman": "mesimerianés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανά",
      "roman": "mesimerianá",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "head_templates": [
    {
      "args": {
        "1": "el",
        "10": "μεσημεριανό",
        "11": "",
        "12": "",
        "2": "adjective",
        "3": "feminine",
        "4": "μεσημεριανή",
        "5": "",
        "6": "",
        "7": "",
        "8": "",
        "9": "neuter",
        "g": "m",
        "head": "",
        "sort": ""
      },
      "expansion": "μεσημεριανός • (mesimerianós) m (feminine μεσημεριανή, neuter μεσημεριανό)",
      "name": "head"
    },
    {
      "args": {
        "f": "μεσημεριανή",
        "n": "μεσημεριανό"
      },
      "expansion": "μεσημεριανός • (mesimerianós) m (feminine μεσημεριανή, neuter μεσημεριανό)",
      "name": "el-adj"
    }
  ],
  "inflection_templates": [
    {
      "args": {
        "dec": "ός-ή-ό",
        "nopio": "1",
        "stem": "μεσημεριαν"
      },
      "name": "el-decl-adj"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "",
        "compstem": "",
        "dec": "ός-ή-ό",
        "docnote": "",
        "form": "",
        "lemma": "",
        "nocat": "",
        "nopio": "1",
        "part": "",
        "posnote": "",
        "stem": "μεσημεριαν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-a"
    },
    {
      "args": {
        "dec": "ός-ή-ό",
        "form": "",
        "header": "Declension of μεσημεριανός",
        "note": "",
        "pionote": "",
        "stem": "μεσημεριαν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-positive"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "μεσημεριαν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-ός-ή-ό"
    },
    {
      "args": {
        "1": "μεσημεριανός (mesimerianós)",
        "10": "μεσημεριανών (mesimerianón)",
        "11": "μεσημεριανών (mesimerianón)",
        "12": "μεσημεριανών (mesimerianón)",
        "13": "μεσημεριανό (mesimerianó)",
        "14": "μεσημεριανή (mesimerianí)",
        "15": "μεσημεριανό (mesimerianó)",
        "16": "μεσημεριανούς (mesimerianoús)",
        "17": "μεσημεριανές (mesimerianés)",
        "18": "μεσημεριανά (mesimerianá)",
        "19": "μεσημεριανέ (mesimeriané)",
        "2": "μεσημεριανή (mesimerianí)",
        "20": "μεσημεριανή (mesimerianí)",
        "21": "μεσημεριανό (mesimerianó)",
        "22": "μεσημεριανοί (mesimerianoí)",
        "23": "μεσημεριανές (mesimerianés)",
        "24": "μεσημεριανά (mesimerianá)",
        "3": "μεσημεριανό (mesimerianó)",
        "4": "μεσημεριανοί (mesimerianoí)",
        "5": "μεσημεριανές (mesimerianés)",
        "6": "μεσημεριανά (mesimerianá)",
        "7": "μεσημεριανού (mesimerianoú)",
        "8": "μεσημεριανής (mesimerianís)",
        "9": "μεσημεριανού (mesimerianoú)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "adj",
  "senses": [
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Greek adjectives in declension ός-ή-ό",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Greek entries with incorrect language header",
          "parents": [
            "Entries with incorrect language header",
            "Entry maintenance"
          ],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Pages with 1 entry",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Pages with entries",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "glosses": [
        "midday, related to noon"
      ],
      "id": "en-μεσημεριανός-el-adj-U-2PNWw7",
      "links": [
        [
          "midday",
          "midday"
        ],
        [
          "noon",
          "noon"
        ]
      ],
      "related": [
        {
          "english": "lunch",
          "roman": "mesimerianó",
          "tags": [
            "neuter"
          ],
          "word": "μεσημεριανό"
        }
      ],
      "synonyms": [
        {
          "roman": "mesimvrinós",
          "word": "μεσημβρινός"
        },
        {
          "roman": "mesimeriátikos",
          "word": "μεσημεριάτικος"
        }
      ]
    }
  ],
  "word": "μεσημεριανός"
}
{
  "etymology_text": "From μεσημέρι (mesiméri, “midday”).",
  "forms": [
    {
      "form": "mesimerianós",
      "tags": [
        "romanization"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανή",
      "tags": [
        "feminine"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανό",
      "tags": [
        "neuter"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανός",
      "roman": "mesimerianós",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανή",
      "roman": "mesimerianí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανό",
      "roman": "mesimerianó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανοί",
      "roman": "mesimerianoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανές",
      "roman": "mesimerianés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανά",
      "roman": "mesimerianá",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανού",
      "roman": "mesimerianoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανής",
      "roman": "mesimerianís",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανού",
      "roman": "mesimerianoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανών",
      "roman": "mesimerianón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανών",
      "roman": "mesimerianón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανών",
      "roman": "mesimerianón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανό",
      "roman": "mesimerianó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανή",
      "roman": "mesimerianí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανό",
      "roman": "mesimerianó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανούς",
      "roman": "mesimerianoús",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανές",
      "roman": "mesimerianés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανά",
      "roman": "mesimerianá",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανέ",
      "roman": "mesimeriané",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανή",
      "roman": "mesimerianí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανό",
      "roman": "mesimerianó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανοί",
      "roman": "mesimerianoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανές",
      "roman": "mesimerianés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "μεσημεριανά",
      "roman": "mesimerianá",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "head_templates": [
    {
      "args": {
        "1": "el",
        "10": "μεσημεριανό",
        "11": "",
        "12": "",
        "2": "adjective",
        "3": "feminine",
        "4": "μεσημεριανή",
        "5": "",
        "6": "",
        "7": "",
        "8": "",
        "9": "neuter",
        "g": "m",
        "head": "",
        "sort": ""
      },
      "expansion": "μεσημεριανός • (mesimerianós) m (feminine μεσημεριανή, neuter μεσημεριανό)",
      "name": "head"
    },
    {
      "args": {
        "f": "μεσημεριανή",
        "n": "μεσημεριανό"
      },
      "expansion": "μεσημεριανός • (mesimerianós) m (feminine μεσημεριανή, neuter μεσημεριανό)",
      "name": "el-adj"
    }
  ],
  "inflection_templates": [
    {
      "args": {
        "dec": "ός-ή-ό",
        "nopio": "1",
        "stem": "μεσημεριαν"
      },
      "name": "el-decl-adj"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "",
        "compstem": "",
        "dec": "ός-ή-ό",
        "docnote": "",
        "form": "",
        "lemma": "",
        "nocat": "",
        "nopio": "1",
        "part": "",
        "posnote": "",
        "stem": "μεσημεριαν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-a"
    },
    {
      "args": {
        "dec": "ός-ή-ό",
        "form": "",
        "header": "Declension of μεσημεριανός",
        "note": "",
        "pionote": "",
        "stem": "μεσημεριαν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-positive"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "μεσημεριαν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-ός-ή-ό"
    },
    {
      "args": {
        "1": "μεσημεριανός (mesimerianós)",
        "10": "μεσημεριανών (mesimerianón)",
        "11": "μεσημεριανών (mesimerianón)",
        "12": "μεσημεριανών (mesimerianón)",
        "13": "μεσημεριανό (mesimerianó)",
        "14": "μεσημεριανή (mesimerianí)",
        "15": "μεσημεριανό (mesimerianó)",
        "16": "μεσημεριανούς (mesimerianoús)",
        "17": "μεσημεριανές (mesimerianés)",
        "18": "μεσημεριανά (mesimerianá)",
        "19": "μεσημεριανέ (mesimeriané)",
        "2": "μεσημεριανή (mesimerianí)",
        "20": "μεσημεριανή (mesimerianí)",
        "21": "μεσημεριανό (mesimerianó)",
        "22": "μεσημεριανοί (mesimerianoí)",
        "23": "μεσημεριανές (mesimerianés)",
        "24": "μεσημεριανά (mesimerianá)",
        "3": "μεσημεριανό (mesimerianó)",
        "4": "μεσημεριανοί (mesimerianoí)",
        "5": "μεσημεριανές (mesimerianés)",
        "6": "μεσημεριανά (mesimerianá)",
        "7": "μεσημεριανού (mesimerianoú)",
        "8": "μεσημεριανής (mesimerianís)",
        "9": "μεσημεριανού (mesimerianoú)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "adj",
  "related": [
    {
      "english": "lunch",
      "roman": "mesimerianó",
      "tags": [
        "neuter"
      ],
      "word": "μεσημεριανό"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "categories": [
        "Greek adjectives",
        "Greek adjectives in declension ός-ή-ό",
        "Greek entries with incorrect language header",
        "Greek lemmas",
        "Pages with 1 entry",
        "Pages with entries"
      ],
      "glosses": [
        "midday, related to noon"
      ],
      "links": [
        [
          "midday",
          "midday"
        ],
        [
          "noon",
          "noon"
        ]
      ]
    }
  ],
  "synonyms": [
    {
      "roman": "mesimvrinós",
      "word": "μεσημβρινός"
    },
    {
      "roman": "mesimeriátikos",
      "word": "μεσημεριάτικος"
    }
  ],
  "word": "μεσημεριανός"
}

Download raw JSONL data for μεσημεριανός meaning in Greek (6.5kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2024-12-15 from the enwiktionary dump dated 2024-12-04 using wiktextract (8a39820 and 4401a4c). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.