"αντικατοπτρισμένος" meaning in Greek

See αντικατοπτρισμένος in All languages combined, or Wiktionary

Verb

IPA: /an.di.ka.top.tɾiˈzme.nos/
Etymology: Perfect participle of αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai), passive voice of αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo, “I relfect”). Etymology templates: {{participle of|el|αντικατοπτρίζομαι||perfect|cap=1}} Perfect participle of αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai) Head templates: {{head|el|participle|feminine|αντικατοπτρισμένη|neuter|αντικατοπτρισμένο|cat2=lemmas|cat3=passive perfect participles|cat4=|g=m|head=|sort=}} αντικατοπτρισμένος • (antikatoptrisménos) m (feminine αντικατοπτρισμένη, neuter αντικατοπτρισμένο), {{el-part|ppp|stem=αντικατοπτρισμέν}} αντικατοπτρισμένος • (antikatoptrisménos) m (feminine αντικατοπτρισμένη, neuter αντικατοπτρισμένο) Inflection templates: {{el-decl-adj|dec=ος-η-ο|nopio=1|stem=αντικατοπτρισμέν}}, {{el-decl-adj-a|abstem=|compstem=|dec=ος-η-ο|docnote=|form=|lemma=|nocat=|nopio=1|part=|posnote=|stem=αντικατοπτρισμέν|stem2=}}, {{el-decl-adj-positive|dec=ος-η-ο|form=|header=Declension of αντικατοπτρισμένος|note=|pionote=|stem=αντικατοπτρισμέν|stem2=}}, {{el-decl-adj-ος-η-ο|form=|stem=αντικατοπτρισμέν|stem2=}}, {{el-decl-adj-table|αντικατοπτρισμένος (antikatoptrisménos)|αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni)|αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)|αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi)|αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes)|αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)|αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou)|αντικατοπτρισμένης (antikatoptrisménis)|αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou)|αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon)|αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon)|αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon)|αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)|αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni)|αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)|αντικατοπτρισμένους (antikatoptrisménous)|αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes)|αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)|αντικατοπτρισμένε (antikatoptrisméne)|αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni)|αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)|αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi)|αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes)|αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)}} Forms: antikatoptrisménos [romanization], αντικατοπτρισμένη [feminine], αντικατοπτρισμένο [neuter], no-table-tags [table-tags], αντικατοπτρισμένος [masculine, nominative, singular], αντικατοπτρισμένη [feminine, nominative, singular], αντικατοπτρισμένο [neuter, nominative, singular], αντικατοπτρισμένοι [masculine, nominative, plural], αντικατοπτρισμένες [feminine, nominative, plural], αντικατοπτρισμένα [neuter, nominative, plural], αντικατοπτρισμένου [genitive, masculine, singular], αντικατοπτρισμένης [feminine, genitive, singular], αντικατοπτρισμένου [genitive, neuter, singular], αντικατοπτρισμένων [genitive, masculine, plural], αντικατοπτρισμένων [feminine, genitive, plural], αντικατοπτρισμένων [genitive, neuter, plural], αντικατοπτρισμένο [accusative, masculine, singular], αντικατοπτρισμένη [accusative, feminine, singular], αντικατοπτρισμένο [accusative, neuter, singular], αντικατοπτρισμένους [accusative, masculine, plural], αντικατοπτρισμένες [accusative, feminine, plural], αντικατοπτρισμένα [accusative, neuter, plural], αντικατοπτρισμένε [masculine, singular, vocative], αντικατοπτρισμένη [feminine, singular, vocative], αντικατοπτρισμένο [neuter, singular, vocative], αντικατοπτρισμένοι [masculine, plural, vocative], αντικατοπτρισμένες [feminine, plural, vocative], αντικατοπτρισμένα [neuter, plural, vocative]
  1. reflected Tags: participle Related terms (see): αντικατοπτρισμός m & κάτοπρο (kátopro) (english: reflection; mirage; formal term for mirror) [neuter]
    Sense id: en-αντικατοπτρισμένος-el-verb-8exm~tU1 Categories (other): Greek adjectives in declension ος-η-ο, Greek entries with incorrect language header, Pages with 1 entry, Pages with entries
{
  "etymology_templates": [
    {
      "args": {
        "1": "el",
        "2": "αντικατοπτρίζομαι",
        "3": "",
        "4": "perfect",
        "cap": "1"
      },
      "expansion": "Perfect participle of αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai)",
      "name": "participle of"
    }
  ],
  "etymology_text": "Perfect participle of αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai), passive voice of αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo, “I relfect”).",
  "forms": [
    {
      "form": "antikatoptrisménos",
      "tags": [
        "romanization"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένη",
      "tags": [
        "feminine"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένο",
      "tags": [
        "neuter"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένος",
      "roman": "antikatoptrisménos",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένη",
      "roman": "antikatoptrisméni",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένο",
      "roman": "antikatoptrisméno",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένοι",
      "roman": "antikatoptrisménoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένες",
      "roman": "antikatoptrisménes",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένα",
      "roman": "antikatoptrisména",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένου",
      "roman": "antikatoptrisménou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένης",
      "roman": "antikatoptrisménis",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένου",
      "roman": "antikatoptrisménou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένων",
      "roman": "antikatoptrisménon",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένων",
      "roman": "antikatoptrisménon",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένων",
      "roman": "antikatoptrisménon",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένο",
      "roman": "antikatoptrisméno",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένη",
      "roman": "antikatoptrisméni",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένο",
      "roman": "antikatoptrisméno",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένους",
      "roman": "antikatoptrisménous",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένες",
      "roman": "antikatoptrisménes",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένα",
      "roman": "antikatoptrisména",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένε",
      "roman": "antikatoptrisméne",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένη",
      "roman": "antikatoptrisméni",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένο",
      "roman": "antikatoptrisméno",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένοι",
      "roman": "antikatoptrisménoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένες",
      "roman": "antikatoptrisménes",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένα",
      "roman": "antikatoptrisména",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "head_templates": [
    {
      "args": {
        "1": "el",
        "2": "participle",
        "3": "feminine",
        "4": "αντικατοπτρισμένη",
        "5": "neuter",
        "6": "αντικατοπτρισμένο",
        "cat2": "lemmas",
        "cat3": "passive perfect participles",
        "cat4": "",
        "g": "m",
        "head": "",
        "sort": ""
      },
      "expansion": "αντικατοπτρισμένος • (antikatoptrisménos) m (feminine αντικατοπτρισμένη, neuter αντικατοπτρισμένο)",
      "name": "head"
    },
    {
      "args": {
        "1": "ppp",
        "stem": "αντικατοπτρισμέν"
      },
      "expansion": "αντικατοπτρισμένος • (antikatoptrisménos) m (feminine αντικατοπτρισμένη, neuter αντικατοπτρισμένο)",
      "name": "el-part"
    }
  ],
  "hyphenation": [
    "α‧ντι‧κα‧τοπ‧τρι‧σμέ‧νος"
  ],
  "inflection_templates": [
    {
      "args": {
        "dec": "ος-η-ο",
        "nopio": "1",
        "stem": "αντικατοπτρισμέν"
      },
      "name": "el-decl-adj"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "",
        "compstem": "",
        "dec": "ος-η-ο",
        "docnote": "",
        "form": "",
        "lemma": "",
        "nocat": "",
        "nopio": "1",
        "part": "",
        "posnote": "",
        "stem": "αντικατοπτρισμέν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-a"
    },
    {
      "args": {
        "dec": "ος-η-ο",
        "form": "",
        "header": "Declension of αντικατοπτρισμένος",
        "note": "",
        "pionote": "",
        "stem": "αντικατοπτρισμέν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-positive"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "αντικατοπτρισμέν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-ος-η-ο"
    },
    {
      "args": {
        "1": "αντικατοπτρισμένος (antikatoptrisménos)",
        "10": "αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon)",
        "11": "αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon)",
        "12": "αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon)",
        "13": "αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)",
        "14": "αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni)",
        "15": "αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)",
        "16": "αντικατοπτρισμένους (antikatoptrisménous)",
        "17": "αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes)",
        "18": "αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)",
        "19": "αντικατοπτρισμένε (antikatoptrisméne)",
        "2": "αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni)",
        "20": "αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni)",
        "21": "αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)",
        "22": "αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi)",
        "23": "αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes)",
        "24": "αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)",
        "3": "αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)",
        "4": "αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi)",
        "5": "αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes)",
        "6": "αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)",
        "7": "αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou)",
        "8": "αντικατοπτρισμένης (antikatoptrisménis)",
        "9": "αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Greek adjectives in declension ος-η-ο",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Greek entries with incorrect language header",
          "parents": [
            "Entries with incorrect language header",
            "Entry maintenance"
          ],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Pages with 1 entry",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Pages with entries",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "glosses": [
        "reflected"
      ],
      "id": "en-αντικατοπτρισμένος-el-verb-8exm~tU1",
      "links": [
        [
          "reflect",
          "reflect"
        ]
      ],
      "related": [
        {
          "english": "reflection; mirage; formal term for mirror",
          "roman": "kátopro",
          "sense": "see",
          "tags": [
            "neuter"
          ],
          "word": "αντικατοπτρισμός m & κάτοπρο"
        }
      ],
      "tags": [
        "participle"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "ipa": "/an.di.ka.top.tɾiˈzme.nos/"
    }
  ],
  "word": "αντικατοπτρισμένος"
}
{
  "etymology_templates": [
    {
      "args": {
        "1": "el",
        "2": "αντικατοπτρίζομαι",
        "3": "",
        "4": "perfect",
        "cap": "1"
      },
      "expansion": "Perfect participle of αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai)",
      "name": "participle of"
    }
  ],
  "etymology_text": "Perfect participle of αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai), passive voice of αντικατοπτρίζω (antikatoptrízo, “I relfect”).",
  "forms": [
    {
      "form": "antikatoptrisménos",
      "tags": [
        "romanization"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένη",
      "tags": [
        "feminine"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένο",
      "tags": [
        "neuter"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένος",
      "roman": "antikatoptrisménos",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένη",
      "roman": "antikatoptrisméni",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένο",
      "roman": "antikatoptrisméno",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένοι",
      "roman": "antikatoptrisménoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένες",
      "roman": "antikatoptrisménes",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένα",
      "roman": "antikatoptrisména",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένου",
      "roman": "antikatoptrisménou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένης",
      "roman": "antikatoptrisménis",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένου",
      "roman": "antikatoptrisménou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένων",
      "roman": "antikatoptrisménon",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένων",
      "roman": "antikatoptrisménon",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένων",
      "roman": "antikatoptrisménon",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένο",
      "roman": "antikatoptrisméno",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένη",
      "roman": "antikatoptrisméni",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένο",
      "roman": "antikatoptrisméno",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένους",
      "roman": "antikatoptrisménous",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένες",
      "roman": "antikatoptrisménes",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένα",
      "roman": "antikatoptrisména",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένε",
      "roman": "antikatoptrisméne",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένη",
      "roman": "antikatoptrisméni",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένο",
      "roman": "antikatoptrisméno",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένοι",
      "roman": "antikatoptrisménoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένες",
      "roman": "antikatoptrisménes",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "αντικατοπτρισμένα",
      "roman": "antikatoptrisména",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "head_templates": [
    {
      "args": {
        "1": "el",
        "2": "participle",
        "3": "feminine",
        "4": "αντικατοπτρισμένη",
        "5": "neuter",
        "6": "αντικατοπτρισμένο",
        "cat2": "lemmas",
        "cat3": "passive perfect participles",
        "cat4": "",
        "g": "m",
        "head": "",
        "sort": ""
      },
      "expansion": "αντικατοπτρισμένος • (antikatoptrisménos) m (feminine αντικατοπτρισμένη, neuter αντικατοπτρισμένο)",
      "name": "head"
    },
    {
      "args": {
        "1": "ppp",
        "stem": "αντικατοπτρισμέν"
      },
      "expansion": "αντικατοπτρισμένος • (antikatoptrisménos) m (feminine αντικατοπτρισμένη, neuter αντικατοπτρισμένο)",
      "name": "el-part"
    }
  ],
  "hyphenation": [
    "α‧ντι‧κα‧τοπ‧τρι‧σμέ‧νος"
  ],
  "inflection_templates": [
    {
      "args": {
        "dec": "ος-η-ο",
        "nopio": "1",
        "stem": "αντικατοπτρισμέν"
      },
      "name": "el-decl-adj"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "",
        "compstem": "",
        "dec": "ος-η-ο",
        "docnote": "",
        "form": "",
        "lemma": "",
        "nocat": "",
        "nopio": "1",
        "part": "",
        "posnote": "",
        "stem": "αντικατοπτρισμέν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-a"
    },
    {
      "args": {
        "dec": "ος-η-ο",
        "form": "",
        "header": "Declension of αντικατοπτρισμένος",
        "note": "",
        "pionote": "",
        "stem": "αντικατοπτρισμέν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-positive"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "αντικατοπτρισμέν",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-ος-η-ο"
    },
    {
      "args": {
        "1": "αντικατοπτρισμένος (antikatoptrisménos)",
        "10": "αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon)",
        "11": "αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon)",
        "12": "αντικατοπτρισμένων (antikatoptrisménon)",
        "13": "αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)",
        "14": "αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni)",
        "15": "αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)",
        "16": "αντικατοπτρισμένους (antikatoptrisménous)",
        "17": "αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes)",
        "18": "αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)",
        "19": "αντικατοπτρισμένε (antikatoptrisméne)",
        "2": "αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni)",
        "20": "αντικατοπτρισμένη (antikatoptrisméni)",
        "21": "αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)",
        "22": "αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi)",
        "23": "αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes)",
        "24": "αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)",
        "3": "αντικατοπτρισμένο (antikatoptrisméno)",
        "4": "αντικατοπτρισμένοι (antikatoptrisménoi)",
        "5": "αντικατοπτρισμένες (antikatoptrisménes)",
        "6": "αντικατοπτρισμένα (antikatoptrisména)",
        "7": "αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou)",
        "8": "αντικατοπτρισμένης (antikatoptrisménis)",
        "9": "αντικατοπτρισμένου (antikatoptrisménou)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "verb",
  "related": [
    {
      "english": "reflection; mirage; formal term for mirror",
      "roman": "kátopro",
      "sense": "see",
      "tags": [
        "neuter"
      ],
      "word": "αντικατοπτρισμός m & κάτοπρο"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "categories": [
        "Greek adjectives in declension ος-η-ο",
        "Greek entries with incorrect language header",
        "Greek lemmas",
        "Greek non-lemma forms",
        "Greek participles",
        "Greek passive perfect participles",
        "Pages with 1 entry",
        "Pages with entries"
      ],
      "glosses": [
        "reflected"
      ],
      "links": [
        [
          "reflect",
          "reflect"
        ]
      ],
      "tags": [
        "participle"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "ipa": "/an.di.ka.top.tɾiˈzme.nos/"
    }
  ],
  "word": "αντικατοπτρισμένος"
}

Download raw JSONL data for αντικατοπτρισμένος meaning in Greek (8.1kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2024-12-21 from the enwiktionary dump dated 2024-12-04 using wiktextract (d8cb2f3 and 4e554ae). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.