"ἀκουμπῶ" meaning in Medieval Greek

See ἀκουμπῶ in All languages combined, or Wiktionary

Verb

Forms: ἀκουμπῶ
Etymology: : ἀκουμπῶ < πιθανόν ελληνιστική κοινή ἀκουμβέω < (άμεσο δάνειο) λατινική accumbo (κατακλίνομαι) < accubo < ad + cubo < πρωτοϊταλική *kubāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewb- : ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: ακουμπώ
  1. στηρίζομαι, στηρίζω τον εαυτό μου
    Sense id: el-ἀκουμπῶ-gkm-verb-50PjyYDQ
  2. αγγίζω
    Sense id: el-ἀκουμπῶ-gkm-verb-nOeL0Et~
  3. τοποθετώ κάτι κάπου, το αποθέτω
    Sense id: el-ἀκουμπῶ-gkm-verb-sKKHhYJC
  4. , ρήμα με περισσότερες σημασίες Related terms: ἀκουμπίζω
    Sense id: el-ἀκουμπῶ-gkm-verb-048kCBso
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms: ἀκομπάω, ἀκομπῶ, ἀκούμπισις, ἀκουμπιστός, ἀκούμπιστον, ἀκουμπιστήρι, ἀκουμβιστήριον, ἀκούμβισμα, ἀκούμπισμα
{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Δάνεια από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (μεσαιωνικά ελληνικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (μεσαιωνικά ελληνικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (μεσαιωνικά ελληνικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": ": ἀκουμπῶ < πιθανόν ελληνιστική κοινή ἀκουμβέω < (άμεσο δάνειο) λατινική accumbo (κατακλίνομαι) < accubo < ad + cubo < πρωτοϊταλική *kubāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewb-\n: ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: ακουμπώ",
  "forms": [
    {
      "form": "ἀκουμπῶ"
    }
  ],
  "lang": "Medieval Greek",
  "lang_code": "gkm",
  "pos": "verb",
  "related": [
    {
      "word": "ἀκομπάω"
    },
    {
      "word": "ἀκομπῶ"
    },
    {
      "word": "ἀκούμπισις"
    },
    {
      "word": "ἀκουμπιστός"
    },
    {
      "word": "ἀκούμπιστον"
    },
    {
      "word": "ἀκουμπιστήρι"
    },
    {
      "word": "ἀκουμβιστήριον"
    },
    {
      "word": "ἀκούμβισμα"
    },
    {
      "word": "ἀκούμπισμα"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "στηρίζομαι, στηρίζω τον εαυτό μου"
      ],
      "id": "el-ἀκουμπῶ-gkm-verb-50PjyYDQ"
    },
    {
      "glosses": [
        "αγγίζω"
      ],
      "id": "el-ἀκουμπῶ-gkm-verb-nOeL0Et~"
    },
    {
      "glosses": [
        "τοποθετώ κάτι κάπου, το αποθέτω"
      ],
      "id": "el-ἀκουμπῶ-gkm-verb-sKKHhYJC",
      "raw_tags": [
        "στη μέση φωνή"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        ", ρήμα με περισσότερες σημασίες"
      ],
      "id": "el-ἀκουμπῶ-gkm-verb-048kCBso",
      "related": [
        {
          "word": "ἀκουμπίζω"
        }
      ]
    }
  ],
  "word": "ἀκουμπῶ"
}
{
  "categories": [
    "Δάνεια από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)",
    "Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (μεσαιωνικά ελληνικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)",
    "Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)",
    "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (μεσαιωνικά ελληνικά)",
    "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (μεσαιωνικά ελληνικά)"
  ],
  "etymology_text": ": ἀκουμπῶ < πιθανόν ελληνιστική κοινή ἀκουμβέω < (άμεσο δάνειο) λατινική accumbo (κατακλίνομαι) < accubo < ad + cubo < πρωτοϊταλική *kubāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewb-\n: ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: ακουμπώ",
  "forms": [
    {
      "form": "ἀκουμπῶ"
    }
  ],
  "lang": "Medieval Greek",
  "lang_code": "gkm",
  "pos": "verb",
  "related": [
    {
      "word": "ἀκομπάω"
    },
    {
      "word": "ἀκομπῶ"
    },
    {
      "word": "ἀκούμπισις"
    },
    {
      "word": "ἀκουμπιστός"
    },
    {
      "word": "ἀκούμπιστον"
    },
    {
      "word": "ἀκουμπιστήρι"
    },
    {
      "word": "ἀκουμβιστήριον"
    },
    {
      "word": "ἀκούμβισμα"
    },
    {
      "word": "ἀκούμπισμα"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "στηρίζομαι, στηρίζω τον εαυτό μου"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "αγγίζω"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "τοποθετώ κάτι κάπου, το αποθέτω"
      ],
      "raw_tags": [
        "στη μέση φωνή"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        ", ρήμα με περισσότερες σημασίες"
      ],
      "related": [
        {
          "word": "ἀκουμπίζω"
        }
      ]
    }
  ],
  "word": "ἀκουμπῶ"
}

Download raw JSONL data for ἀκουμπῶ meaning in Medieval Greek (1.8kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable Medieval Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-18 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (0c45963 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.