See palma in All languages combined, or Wiktionary
{ "categories": [ { "kind": "other", "name": "Κληρονομημένες λέξεις από τα λατινικά (πρωτοϊταλική)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πρωτοϊταλική)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (λατινικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": ": palma < (κληρονομημένο) λατινική *palamā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₂meh₂ και * pleh₂-. Συγγενή: αρχαία ελληνική παλάμη, αλβανική shpall, αγγλοσαξονική folm", "forms": [ { "form": "palma" }, { "form": "la-κλίσ-1η", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "palma", "raw_tags": [ "ενικός", "ονομαστική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "ονομαστική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "palmārum", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "γενική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "δοτική", "ενικός" ] }, { "form": "palmīs", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "palmam", "raw_tags": [ "αιτιατική", "ενικός" ] }, { "form": "palmās", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "palma", "raw_tags": [ "κλητική", "ενικός" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "κλητική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "palmā", "raw_tags": [ "ενικός", "αφαιρετική" ] }, { "form": "palmīs", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "αφαιρετική" ] } ], "lang": "Latin", "lang_code": "la", "pos": "noun", "pos_num": 1, "senses": [ { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Δέντρα (λατινικά)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Φυτά (λατινικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "φοίνικας" ], "id": "el-palma-la-noun-ro8~Zz08", "raw_tags": [ "δέντρο" ] }, { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Ανθρώπινο σώμα (λατινικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "η παλάμη του χεριού" ], "id": "el-palma-la-noun-3Fsb9jrI", "raw_tags": [ "ανθρώπινο σώμα" ] }, { "glosses": [ "η πλατιά άκρη ή η λεπίδα ενός κουπιού" ], "id": "el-palma-la-noun-MJMq-t7j" }, { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Μεταφορικοί όροι (λατινικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "νίκη" ], "id": "el-palma-la-noun-9C-XK2BL", "raw_tags": [ "μεταφορικά" ] }, { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Φρούτα (λατινικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "χουρμάς" ], "id": "el-palma-la-noun-mpZ9X6MW", "raw_tags": [ "φρούτο" ] }, { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Φυτά (λατινικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "αρωματικό φυτό που ευδοκιμεί στην Αφρική και τη Συρία" ], "id": "el-palma-la-noun-nHwqI6AE", "raw_tags": [ "φυτό" ] }, { "glosses": [ "κλαδί σε δέντρο, ιδιαίτερα σε αμπέλι" ], "id": "el-palma-la-noun-MvSRLGQG" } ], "word": "palma" } { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Ελλείπουσες ετυμολογίες (λατινικά)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Κληρονομημένες λέξεις από τα λατινικά (πρωτοϊταλική)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πρωτοϊταλική)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (λατινικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": ": palma < → λείπει η ετυμολογία", "forms": [ { "form": "palma" }, { "form": "la-κλίσ-1η", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "palma", "raw_tags": [ "ενικός", "ονομαστική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "ονομαστική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "palmārum", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "γενική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "δοτική", "ενικός" ] }, { "form": "palmīs", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "palmam", "raw_tags": [ "αιτιατική", "ενικός" ] }, { "form": "palmās", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "palma", "raw_tags": [ "κλητική", "ενικός" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "κλητική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "palmā", "raw_tags": [ "ενικός", "αφαιρετική" ] }, { "form": "palmīs", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "αφαιρετική" ] } ], "lang": "Latin", "lang_code": "la", "pos": "noun", "pos_num": 2, "senses": [ { "glosses": [ "μικρή ασπίδα" ], "id": "el-palma-la-noun-4iA8PRes" } ], "word": "palma" }
{ "categories": [ "Κληρονομημένες λέξεις από τα λατινικά (πρωτοϊταλική)", "Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πρωτοϊταλική)", "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (λατινικά)" ], "etymology_text": ": palma < (κληρονομημένο) λατινική *palamā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₂meh₂ και * pleh₂-. Συγγενή: αρχαία ελληνική παλάμη, αλβανική shpall, αγγλοσαξονική folm", "forms": [ { "form": "palma" }, { "form": "la-κλίσ-1η", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "palma", "raw_tags": [ "ενικός", "ονομαστική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "ονομαστική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "palmārum", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "γενική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "δοτική", "ενικός" ] }, { "form": "palmīs", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "palmam", "raw_tags": [ "αιτιατική", "ενικός" ] }, { "form": "palmās", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "palma", "raw_tags": [ "κλητική", "ενικός" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "κλητική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "palmā", "raw_tags": [ "ενικός", "αφαιρετική" ] }, { "form": "palmīs", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "αφαιρετική" ] } ], "lang": "Latin", "lang_code": "la", "pos": "noun", "pos_num": 1, "senses": [ { "categories": [ "Δέντρα (λατινικά)", "Φυτά (λατινικά)" ], "glosses": [ "φοίνικας" ], "raw_tags": [ "δέντρο" ] }, { "categories": [ "Ανθρώπινο σώμα (λατινικά)" ], "glosses": [ "η παλάμη του χεριού" ], "raw_tags": [ "ανθρώπινο σώμα" ] }, { "glosses": [ "η πλατιά άκρη ή η λεπίδα ενός κουπιού" ] }, { "categories": [ "Μεταφορικοί όροι (λατινικά)" ], "glosses": [ "νίκη" ], "raw_tags": [ "μεταφορικά" ] }, { "categories": [ "Φρούτα (λατινικά)" ], "glosses": [ "χουρμάς" ], "raw_tags": [ "φρούτο" ] }, { "categories": [ "Φυτά (λατινικά)" ], "glosses": [ "αρωματικό φυτό που ευδοκιμεί στην Αφρική και τη Συρία" ], "raw_tags": [ "φυτό" ] }, { "glosses": [ "κλαδί σε δέντρο, ιδιαίτερα σε αμπέλι" ] } ], "word": "palma" } { "categories": [ "Ελλείπουσες ετυμολογίες (λατινικά)", "Κληρονομημένες λέξεις από τα λατινικά (πρωτοϊταλική)", "Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πρωτοϊταλική)", "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (λατινικά)" ], "etymology_text": ": palma < → λείπει η ετυμολογία", "forms": [ { "form": "palma" }, { "form": "la-κλίσ-1η", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "palma", "raw_tags": [ "ενικός", "ονομαστική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "ονομαστική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "palmārum", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "γενική" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "δοτική", "ενικός" ] }, { "form": "palmīs", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "palmam", "raw_tags": [ "αιτιατική", "ενικός" ] }, { "form": "palmās", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "palma", "raw_tags": [ "κλητική", "ενικός" ] }, { "form": "palmae", "raw_tags": [ "κλητική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "palmā", "raw_tags": [ "ενικός", "αφαιρετική" ] }, { "form": "palmīs", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "αφαιρετική" ] } ], "lang": "Latin", "lang_code": "la", "pos": "noun", "pos_num": 2, "senses": [ { "glosses": [ "μικρή ασπίδα" ] } ], "word": "palma" }
Download raw JSONL data for palma meaning in Latin (4.1kB)
This page is a part of the kaikki.org machine-readable Latin dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-15 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (fb173d2 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.
If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.