See work in All languages combined, or Wiktionary
{ "forms": [ { "form": "work" }, { "form": "en-noun-s", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "work", "raw_tags": [ "ενικός" ] }, { "form": "works", "raw_tags": [ "πληθυντικός" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "noun", "related": [ { "word": "grunt work" }, { "word": "framework" }, { "word": "lifework" }, { "word": "workbench" }, { "word": "worker" }, { "word": "working" }, { "word": "workmanship" }, { "word": "workroom" } ], "senses": [ { "examples": [ { "text": "I have steady work./My work is steady.", "translation": "Έχω τακτική δουλειά." }, { "text": "I am out of work.", "translation": "Δεν έχω δουλειά." }, { "text": "I am looking for work.", "translation": "Ζητώ/ψάχνω για δουλειά." }, { "text": "What do you do for work?", "translation": "Τι εργασία κάνετε;" }, { "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation" } ], "glosses": [ "(μη μετρήσιμο, χωρίς the) η δουλειά, η εργασία που κάνει ένα άτομο ειδικά για να κερδίσει χρήματα" ], "id": "el-work-en-noun-DG-JmZeU" }, { "examples": [ { "text": "What time do you go to work?", "translation": "Τι ώρα πας για/στη δουλειά;" }, { "text": "on my way to work - πηγαίνοντας στη δουλειά μου" }, { "text": "My husband is at work.", "translation": "Ο άντρας μου είναι στη δουλειά του." } ], "glosses": [ "(μη μετρήσιμο, χωρίς the) η δουλειά, το μέρος όπου κάνω τη δουλειά μου ή ο χρόνος που περνάω εκεί" ], "id": "el-work-en-noun-SOv5avHz" }, { "examples": [ { "text": "I hear you’ve change jobs — is the work easier at the new place?", "translation": "Μαθαίνω άλλαξες δουλειά — είναι ευκολότερη η δουλειά σου στη νέα θέση;" }, { "text": "I am in Rome for work.", "translation": "Είμαι στη Ρώμη για δουλειές." }, { "text": "office/clerical work - εργασία γραφείου" } ], "glosses": [ "η δουλειά, η εργασία, τα καθήκοντα που έχω και τις δραστηριότητες που κάνω ως μέρος της δουλειάς μου" ], "id": "el-work-en-noun-zNblJKOd", "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "I’ve got a lot of work (to do) today.", "translation": "Έχω πολλή δουλειά σήμερα." }, { "text": "I find housekeeping to be boring work.", "translation": "Το νοικοκυριό μου φαίνεται πληκτική δουλειά." }, { "text": "It’s ten minutes’ work for me.", "translation": "Για μένα είναι δουλειά 10 λεπτών." }, { "text": "He is doing the work of three men.", "translation": "Κάνει τη δουλειά τριών ανθρώπων." } ], "glosses": [ "η δουλειά, οι δουλειές που πρέπει να γίνουν" ], "id": "el-work-en-noun-h2eFclx4", "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "Take your work and come out on the veranda.", "translation": "Πάρε τη δουλειά σου κι έλα έξω στη βεράντα." }, { "text": "work clothes - ρούχα της δουλειάς" } ], "glosses": [ "η δουλειά, τα υλικά που χρειάζονται ή χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση της δουλειάς, ειδικά βιβλία, χαρτιά κτλ." ], "id": "el-work-en-noun-txWalu66", "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "I am succeeding by my hard work.", "translation": "Πετυχαίνω με τη σκληρή δουλειά μου." }, { "text": "He set/got to work to finish it.", "translation": "Στρώθηκε στη δουλειά να το τελειώσει." }, { "text": "It’s hard work, but if you hold on long enough, you’ll succeed.", "translation": "Είναι δύσκολη δουλειά, αλλά αν επιμείνεις αρκετά, θα πετύχεις." } ], "glosses": [ "η δουλειά, η χρήση της σωματικής δύναμης ή της πνευματικής δύναμης για να γίνει κάτι" ], "id": "el-work-en-noun-bddsX0zy", "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "The new FIAT is a fine piece of work.", "translation": "Το νέο FIAT είναι ωραία δουλειά." }, { "text": "What a fine piece of work!", "translation": "Τι ωραίο έργο!" }, { "text": "someone’s lifework - το έργο ολόκληρης ζωής" }, { "text": "The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.", "translation": "Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες." } ], "glosses": [ "η δουλειά, το έργο, ένα πράγμα ή πράγματα που παράγονται ως αποτέλεσμα εργασίας" ], "id": "el-work-en-noun-zUHGgVot", "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "the works of God/man - τα έργα του Θεού/των ανρθώπων" }, { "text": "It is one of his best works.", "translation": "Είναι ένα από τα καλύτερα του έργα." } ], "glosses": [ "το έργο, ένα βιβλίο, μουσικό κομμάτι, ζωγραφική κτλ. που παράγεται" ], "id": "el-work-en-noun-SPIYmfDh", "raw_tags": [ "μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "This mess is the work of the children.", "translation": "Αυτό το μπέρδεμα είναι έργο των παιδιών." } ], "glosses": [ "το έργο, το αποτέλεσμα μιας πράξης· τι γίνεται από κάποιον" ], "id": "el-work-en-noun-sp4y2spr", "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Φυσική (αγγλικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "το έργο" ], "id": "el-work-en-noun-198RlaoR", "raw_tags": [ "φυσική" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "wɜːk" } ], "word": "work" } { "forms": [ { "form": "work" }, { "form": "en-verb-'ask'", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "work", "raw_tags": [ "ενεστώτας" ] }, { "form": "works", "raw_tags": [ "γ΄ ενικό ενεστώτα" ] }, { "form": "worked", "raw_tags": [ "αόριστος" ] }, { "form": "worked", "raw_tags": [ "παθητική μετοχή" ] }, { "form": "working", "raw_tags": [ "ενεργητική μετοχή" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "verb", "related": [ { "word": "work long hours" } ], "senses": [ { "examples": [ { "text": "We must work to live not the other way around.", "translation": "Πρέπει να δουλεύουμε για να ζούμε κι όχι αντίστροφα." }, { "text": "When I get my degree, I will work in Europe.", "translation": "Όταν πάρω το πτυχίο μου θα εργαστώ στην Ευρώπη." }, { "text": "I can’t work (together) with him.", "translation": "Δεν μπορώ να συνεργαστώ μαζί του." }, { "text": "Many scientists will work together on that project.", "translation": "Πολλοί επιστήμονες θα συνεργαστούν σ' αυτό το πρόγραμμα." } ], "glosses": [ "δουλεύω, εργάζομαι, κάνω κάτι που περιλαμβάνει σωματική ή πνευματική προσπάθεια, ειδικά ως μέρος μιας δουλειάς" ], "id": "el-work-en-verb-M4m4Lw9n", "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "I work at/for an insurance company.", "translation": "Δουλεύω σε μια ασφαλιστική εταιρεία." }, { "text": "My sister works at the post office.", "translation": "Η αδελφή μου εργάζεται στο ταχυδρομείο." }, { "text": "I work for a lawyer.", "translation": "Εργάζομαι σ' ένα δικηγόρο." } ], "glosses": [ "δουλεύω, εργάζομαι, έχω δουλειά" ], "id": "el-work-en-verb-tgbE8EuO", "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "We are working for a better future.", "translation": "Δουλεύουμε για ένα καλύτερο μέλλον." }, { "text": "I worked for the cause of peace.", "translation": "Εργάστηκα υπέρ της ειρήνης." } ], "glosses": [ "δουλεύω, εργάζομαι, κάνω προσπάθειες για να πετύχω κάτι" ], "id": "el-work-en-verb-rJrPi-Dh", "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "Don’t work (yourself) too hard!", "translation": "Μην κοπιάζεις τόσο!" } ], "glosses": [ "κοπιάζω, μοχθώ, αναγκάζω τον εαυτό μου ή κάποιον να δουλέψει, ειδικά πολύ σκληρά" ], "id": "el-work-en-verb-aQR6Ah1p", "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] }, { "examples": [ { "text": "Is the TV working?/Does the TV work?", "translation": "Δουλεύει η τηλεόραση;" }, { "text": "I don’t know how it works.", "translation": "Δεν ξέρω πώς λειτουργεί." }, { "text": "The machine works by electricity.", "translation": "Η μηχανή κινείται με ηλεκτρισμό." } ], "glosses": [ "δουλεύω, λειτουργώ, κινούμαι" ], "id": "el-work-en-verb-79yXmYjW", "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "He worked the crane.", "translation": "Χειρίστηκε τον γερανό." } ], "glosses": [ "χειρίζομαι, κάνω να λειτουργεί μηχανή, συσκευή κτλ." ], "id": "el-work-en-verb-AWzwI5Ub", "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] }, { "examples": [ { "text": "The medicine started to work.", "translation": "Το φάρμακο άρχισε να δρα." }, { "text": "Her charm worked.", "translation": "Η γοητεία της έδρασε." }, { "text": "This little rooms works well for me.", "translation": "Αυτό το δωματιάκι με βολεύει πολύ." }, { "text": "What time works for you?", "translation": "Τι ώρα σε βολεύει;" }, { "text": "This method always works.", "translation": "Αυτή η μέθοδος είναι πάντα αποτελεσματική." }, { "text": "Aspirin works wonders.", "translation": "Η ασπιρίνη κάνει θαύματα." } ], "glosses": [ "δρω, με βολεύει, είμαι αποτελεσματικός, φέρνει το αποτέλεσμα που θέλω" ], "id": "el-work-en-verb-8JqmcFEr", "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "That didn’t work in your favor.", "translation": "Αυτό δεν ήταν προς όφελός σου." }, { "text": "That’ll work against your health.", "translation": "Αυτό θα είναι σε βάρος της υγείας σου." } ], "glosses": [ "είναι προς όφελος μου, είναι σε βάρος μου, έχει ιδιαίτερο αποτέλεσμα" ], "id": "el-work-en-verb-u7NhPhDK", "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "We are working the land.", "translation": "Δουλεύουμε τη γη." }, { "text": "This salesman works (=visits) the Macedonia area.", "translation": "Αυτός ο πλασιέ δουλεύει (=επισκέπτεται) τον τομέα της Μακεδονίας." } ], "glosses": [ "δουλεύω, χειρίζομαι κάτι για να ωφελήσω από αυτό" ], "id": "el-work-en-verb-ihr0YzAi", "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] }, { "examples": [ { "text": "I’m working clay/dough.", "translation": "Δουλεύω το πηλό/τη ζύμη." }, { "text": "Man worked copper and iron to make weapons and tools.", "translation": "Ο άνθρωπος κατεργάστηκε το χαλκό και το σίδερο για να κατασκευάσει όπλα και σκεύη." } ], "glosses": [ "δουλεύω, κατεργάζομαι, κατασκευάζω ένα υλικό σε ένα συγκεκριμένο σχήμα πιέζοντάς το, τεντώνοντάς το, χτυπώντας το κτλ." ], "id": "el-work-en-verb-rm59HmtS", "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] }, { "examples": [ { "text": "artisans who work with gold/silver - τεχνίτες που δουλεύουν το χρυσό/το ασήμι" }, { "text": "Stone is difficult to work with.", "translation": "Η πέτρα δουλεύεται δύσκολα." } ], "glosses": [ "δουλεύω, για καλλιτέχνη κτλ. που χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο υλικό για να παράγει κάτι" ], "id": "el-work-en-verb-ik5XsSfL", "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "He managed to work the nail loose with a knife.", "translation": "Κατάφερε να λασκάρει το καρφί μ' ένα μαχαίρι." }, { "text": "He managed to slowly work his hands free.", "translation": "Σιγά-σιγά κατάφερε να λύσει τα χέρια του." }, { "text": "The rain gradually worked through the roof.", "translation": "Η βροχή διαπότισε σιγά-σιγά τη σκεπή." }, { "text": "They worked their way through the crowd/through the jungle.", "translation": "Ανοίξανε με κόπο δρόμο μέσα από το πλήθος/μέσα στη ζούγκλα." } ], "glosses": [ "κινώ κάτι ή κινούμαι σιγά-σιγά και φτάνω σε ορισμένη θέση ή κατάσταση" ], "id": "el-work-en-verb-uFTdSdsA", "raw_tags": [ "μεταβατικό και αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "It works your ab muscles.", "translation": "Γυμνάζει τους κοιλιακούς μύες σου." }, { "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise" } ], "glosses": [ "γυμνάζω" ], "id": "el-work-en-verb--2bCQIKf", "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "wɜːk" } ], "word": "work" }
{ "forms": [ { "form": "work" }, { "form": "en-noun-s", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "work", "raw_tags": [ "ενικός" ] }, { "form": "works", "raw_tags": [ "πληθυντικός" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "noun", "related": [ { "word": "grunt work" }, { "word": "framework" }, { "word": "lifework" }, { "word": "workbench" }, { "word": "worker" }, { "word": "working" }, { "word": "workmanship" }, { "word": "workroom" } ], "senses": [ { "examples": [ { "text": "I have steady work./My work is steady.", "translation": "Έχω τακτική δουλειά." }, { "text": "I am out of work.", "translation": "Δεν έχω δουλειά." }, { "text": "I am looking for work.", "translation": "Ζητώ/ψάχνω για δουλειά." }, { "text": "What do you do for work?", "translation": "Τι εργασία κάνετε;" }, { "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation" } ], "glosses": [ "(μη μετρήσιμο, χωρίς the) η δουλειά, η εργασία που κάνει ένα άτομο ειδικά για να κερδίσει χρήματα" ] }, { "examples": [ { "text": "What time do you go to work?", "translation": "Τι ώρα πας για/στη δουλειά;" }, { "text": "on my way to work - πηγαίνοντας στη δουλειά μου" }, { "text": "My husband is at work.", "translation": "Ο άντρας μου είναι στη δουλειά του." } ], "glosses": [ "(μη μετρήσιμο, χωρίς the) η δουλειά, το μέρος όπου κάνω τη δουλειά μου ή ο χρόνος που περνάω εκεί" ] }, { "examples": [ { "text": "I hear you’ve change jobs — is the work easier at the new place?", "translation": "Μαθαίνω άλλαξες δουλειά — είναι ευκολότερη η δουλειά σου στη νέα θέση;" }, { "text": "I am in Rome for work.", "translation": "Είμαι στη Ρώμη για δουλειές." }, { "text": "office/clerical work - εργασία γραφείου" } ], "glosses": [ "η δουλειά, η εργασία, τα καθήκοντα που έχω και τις δραστηριότητες που κάνω ως μέρος της δουλειάς μου" ], "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "I’ve got a lot of work (to do) today.", "translation": "Έχω πολλή δουλειά σήμερα." }, { "text": "I find housekeeping to be boring work.", "translation": "Το νοικοκυριό μου φαίνεται πληκτική δουλειά." }, { "text": "It’s ten minutes’ work for me.", "translation": "Για μένα είναι δουλειά 10 λεπτών." }, { "text": "He is doing the work of three men.", "translation": "Κάνει τη δουλειά τριών ανθρώπων." } ], "glosses": [ "η δουλειά, οι δουλειές που πρέπει να γίνουν" ], "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "Take your work and come out on the veranda.", "translation": "Πάρε τη δουλειά σου κι έλα έξω στη βεράντα." }, { "text": "work clothes - ρούχα της δουλειάς" } ], "glosses": [ "η δουλειά, τα υλικά που χρειάζονται ή χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση της δουλειάς, ειδικά βιβλία, χαρτιά κτλ." ], "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "I am succeeding by my hard work.", "translation": "Πετυχαίνω με τη σκληρή δουλειά μου." }, { "text": "He set/got to work to finish it.", "translation": "Στρώθηκε στη δουλειά να το τελειώσει." }, { "text": "It’s hard work, but if you hold on long enough, you’ll succeed.", "translation": "Είναι δύσκολη δουλειά, αλλά αν επιμείνεις αρκετά, θα πετύχεις." } ], "glosses": [ "η δουλειά, η χρήση της σωματικής δύναμης ή της πνευματικής δύναμης για να γίνει κάτι" ], "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "The new FIAT is a fine piece of work.", "translation": "Το νέο FIAT είναι ωραία δουλειά." }, { "text": "What a fine piece of work!", "translation": "Τι ωραίο έργο!" }, { "text": "someone’s lifework - το έργο ολόκληρης ζωής" }, { "text": "The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.", "translation": "Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες." } ], "glosses": [ "η δουλειά, το έργο, ένα πράγμα ή πράγματα που παράγονται ως αποτέλεσμα εργασίας" ], "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "the works of God/man - τα έργα του Θεού/των ανρθώπων" }, { "text": "It is one of his best works.", "translation": "Είναι ένα από τα καλύτερα του έργα." } ], "glosses": [ "το έργο, ένα βιβλίο, μουσικό κομμάτι, ζωγραφική κτλ. που παράγεται" ], "raw_tags": [ "μετρήσιμο" ] }, { "examples": [ { "text": "This mess is the work of the children.", "translation": "Αυτό το μπέρδεμα είναι έργο των παιδιών." } ], "glosses": [ "το έργο, το αποτέλεσμα μιας πράξης· τι γίνεται από κάποιον" ], "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο" ] }, { "categories": [ "Φυσική (αγγλικά)" ], "glosses": [ "το έργο" ], "raw_tags": [ "φυσική" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "wɜːk" } ], "word": "work" } { "forms": [ { "form": "work" }, { "form": "en-verb-'ask'", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "work", "raw_tags": [ "ενεστώτας" ] }, { "form": "works", "raw_tags": [ "γ΄ ενικό ενεστώτα" ] }, { "form": "worked", "raw_tags": [ "αόριστος" ] }, { "form": "worked", "raw_tags": [ "παθητική μετοχή" ] }, { "form": "working", "raw_tags": [ "ενεργητική μετοχή" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "verb", "related": [ { "word": "work long hours" } ], "senses": [ { "examples": [ { "text": "We must work to live not the other way around.", "translation": "Πρέπει να δουλεύουμε για να ζούμε κι όχι αντίστροφα." }, { "text": "When I get my degree, I will work in Europe.", "translation": "Όταν πάρω το πτυχίο μου θα εργαστώ στην Ευρώπη." }, { "text": "I can’t work (together) with him.", "translation": "Δεν μπορώ να συνεργαστώ μαζί του." }, { "text": "Many scientists will work together on that project.", "translation": "Πολλοί επιστήμονες θα συνεργαστούν σ' αυτό το πρόγραμμα." } ], "glosses": [ "δουλεύω, εργάζομαι, κάνω κάτι που περιλαμβάνει σωματική ή πνευματική προσπάθεια, ειδικά ως μέρος μιας δουλειάς" ], "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "I work at/for an insurance company.", "translation": "Δουλεύω σε μια ασφαλιστική εταιρεία." }, { "text": "My sister works at the post office.", "translation": "Η αδελφή μου εργάζεται στο ταχυδρομείο." }, { "text": "I work for a lawyer.", "translation": "Εργάζομαι σ' ένα δικηγόρο." } ], "glosses": [ "δουλεύω, εργάζομαι, έχω δουλειά" ], "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "We are working for a better future.", "translation": "Δουλεύουμε για ένα καλύτερο μέλλον." }, { "text": "I worked for the cause of peace.", "translation": "Εργάστηκα υπέρ της ειρήνης." } ], "glosses": [ "δουλεύω, εργάζομαι, κάνω προσπάθειες για να πετύχω κάτι" ], "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "Don’t work (yourself) too hard!", "translation": "Μην κοπιάζεις τόσο!" } ], "glosses": [ "κοπιάζω, μοχθώ, αναγκάζω τον εαυτό μου ή κάποιον να δουλέψει, ειδικά πολύ σκληρά" ], "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] }, { "examples": [ { "text": "Is the TV working?/Does the TV work?", "translation": "Δουλεύει η τηλεόραση;" }, { "text": "I don’t know how it works.", "translation": "Δεν ξέρω πώς λειτουργεί." }, { "text": "The machine works by electricity.", "translation": "Η μηχανή κινείται με ηλεκτρισμό." } ], "glosses": [ "δουλεύω, λειτουργώ, κινούμαι" ], "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "He worked the crane.", "translation": "Χειρίστηκε τον γερανό." } ], "glosses": [ "χειρίζομαι, κάνω να λειτουργεί μηχανή, συσκευή κτλ." ], "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] }, { "examples": [ { "text": "The medicine started to work.", "translation": "Το φάρμακο άρχισε να δρα." }, { "text": "Her charm worked.", "translation": "Η γοητεία της έδρασε." }, { "text": "This little rooms works well for me.", "translation": "Αυτό το δωματιάκι με βολεύει πολύ." }, { "text": "What time works for you?", "translation": "Τι ώρα σε βολεύει;" }, { "text": "This method always works.", "translation": "Αυτή η μέθοδος είναι πάντα αποτελεσματική." }, { "text": "Aspirin works wonders.", "translation": "Η ασπιρίνη κάνει θαύματα." } ], "glosses": [ "δρω, με βολεύει, είμαι αποτελεσματικός, φέρνει το αποτέλεσμα που θέλω" ], "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "That didn’t work in your favor.", "translation": "Αυτό δεν ήταν προς όφελός σου." }, { "text": "That’ll work against your health.", "translation": "Αυτό θα είναι σε βάρος της υγείας σου." } ], "glosses": [ "είναι προς όφελος μου, είναι σε βάρος μου, έχει ιδιαίτερο αποτέλεσμα" ], "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "We are working the land.", "translation": "Δουλεύουμε τη γη." }, { "text": "This salesman works (=visits) the Macedonia area.", "translation": "Αυτός ο πλασιέ δουλεύει (=επισκέπτεται) τον τομέα της Μακεδονίας." } ], "glosses": [ "δουλεύω, χειρίζομαι κάτι για να ωφελήσω από αυτό" ], "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] }, { "examples": [ { "text": "I’m working clay/dough.", "translation": "Δουλεύω το πηλό/τη ζύμη." }, { "text": "Man worked copper and iron to make weapons and tools.", "translation": "Ο άνθρωπος κατεργάστηκε το χαλκό και το σίδερο για να κατασκευάσει όπλα και σκεύη." } ], "glosses": [ "δουλεύω, κατεργάζομαι, κατασκευάζω ένα υλικό σε ένα συγκεκριμένο σχήμα πιέζοντάς το, τεντώνοντάς το, χτυπώντας το κτλ." ], "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] }, { "examples": [ { "text": "artisans who work with gold/silver - τεχνίτες που δουλεύουν το χρυσό/το ασήμι" }, { "text": "Stone is difficult to work with.", "translation": "Η πέτρα δουλεύεται δύσκολα." } ], "glosses": [ "δουλεύω, για καλλιτέχνη κτλ. που χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο υλικό για να παράγει κάτι" ], "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "He managed to work the nail loose with a knife.", "translation": "Κατάφερε να λασκάρει το καρφί μ' ένα μαχαίρι." }, { "text": "He managed to slowly work his hands free.", "translation": "Σιγά-σιγά κατάφερε να λύσει τα χέρια του." }, { "text": "The rain gradually worked through the roof.", "translation": "Η βροχή διαπότισε σιγά-σιγά τη σκεπή." }, { "text": "They worked their way through the crowd/through the jungle.", "translation": "Ανοίξανε με κόπο δρόμο μέσα από το πλήθος/μέσα στη ζούγκλα." } ], "glosses": [ "κινώ κάτι ή κινούμαι σιγά-σιγά και φτάνω σε ορισμένη θέση ή κατάσταση" ], "raw_tags": [ "μεταβατικό και αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "It works your ab muscles.", "translation": "Γυμνάζει τους κοιλιακούς μύες σου." }, { "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise" } ], "glosses": [ "γυμνάζω" ], "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "wɜːk" } ], "word": "work" }
Download raw JSONL data for work meaning in English (12.9kB)
This page is a part of the kaikki.org machine-readable English dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-15 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (fb173d2 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.
If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.