See lead in All languages combined, or Wiktionary
{ "categories": [ { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": ": lead < μέση αγγλική led, leed < αγγλοσαξονική lēad (lead) < δυτική πρωτο-γερμανική *laud (lead) < πρωτοκελτική *ɸloudom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plewd- (ρέω)", "forms": [ { "form": "lead" }, { "form": "en-noun-s", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "lead", "raw_tags": [ "ενικός" ] }, { "form": "leads", "raw_tags": [ "πληθυντικός" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "noun", "pos_num": 1, "senses": [ { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Χημεία (αγγλικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "ο μόλυβδος" ], "id": "el-lead-en-noun-032FKflJ", "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο", "χημεία" ] }, { "examples": [ { "text": "mechanical pencil lead - μύτες μηχανικών μολυβιών" }, { "text": "The lead of my pencil broke.", "translation": "Έσπασε η μύτη του μολυβιού μου." } ], "glosses": [ "η μύτη μολυβιού" ], "id": "el-lead-en-noun-YycGE4c5", "raw_tags": [ "μετρήσιμο και μη μετρήσιμο" ] }, { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Τυπογραφία (αγγλικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "λεπτή μεταλλική λωρίδα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία της παραδοσιακής τυπογραφίας για το διαχωρισμό των γραμμών κατά το τύπωμα" ], "id": "el-lead-en-noun-srct5kwP", "raw_tags": [ "τυπογραφία" ] }, { "glosses": [ "φύλλα ή πλάκες μολύβδου που χρησιμοποιούνται στις στέγες" ], "id": "el-lead-en-noun-icd~XY5p" }, { "glosses": [ "στέγη καλυμμένη με φύλλα μολύβδου ή πλάκες μολυβδοκασσίτερου" ], "id": "el-lead-en-noun-vdUPzGXJ" }, { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Αργκό (αγγλικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "σφαίρες, πυρομαχικά" ], "id": "el-lead-en-noun-CZJqG47Q", "raw_tags": [ "αργκό" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "lɛd" } ], "word": "lead" } { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": ": lead < μέση αγγλική led, leed < αγγλοσαξονική lēad (lead) < δυτική πρωτο-γερμανική *laud (lead) < πρωτοκελτική *ɸloudom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plewd- (ρέω)", "forms": [ { "form": "lead" }, { "form": "en-verb-'ask'", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "lead", "raw_tags": [ "ενεστώτας" ] }, { "form": "leads", "raw_tags": [ "γ΄ ενικό ενεστώτα" ] }, { "form": "leaded", "raw_tags": [ "αόριστος" ] }, { "form": "leaded", "raw_tags": [ "παθητική μετοχή" ] }, { "form": "leading", "raw_tags": [ "ενεργητική μετοχή" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "verb", "pos_num": 1, "senses": [ { "glosses": [ "καλύπτω, γεμίζω με μόλυβδο" ], "id": "el-lead-en-verb-YqkA-ycH" }, { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Τυπογραφία (αγγλικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "τοποθετώ (κατά τη στοιχειοθεσία) τα μεταλλικά στοιχεία διαχωρισμού των γραμμών" ], "id": "el-lead-en-verb-ygihKNB1", "raw_tags": [ "τυπογραφία" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "lɛd" } ], "word": "lead" } { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": ": lead < μέση αγγλική leden < from αγγλοσαξονική lǣdan (οδηγώ) < from δυτική πρωτο-γερμανική *laidijaną (διώχνω κάποιον, οδηγώ) < δυτική πρωτο-γερμανική *līþaną (πηγαίνω, φεύγω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leyt- (αφήνω, πεθαίνω)", "forms": [ { "form": "lead" }, { "form": "en-noun-s", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "lead", "raw_tags": [ "ενικός" ] }, { "form": "leads", "raw_tags": [ "πληθυντικός" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "noun", "pos_num": 2, "senses": [ { "examples": [ { "text": "I am taking/I have/I am fighting for/I capture/I lose the lead.", "translation": "Παίρνω/έχω/διεκδικώ/κατακτώ/χάνω το προβάδισμα." }, { "text": "The national team took the lead in score.", "translation": "Η εθνική ομάδα πήρε το προβάδισμα στο σκορ." }, { "text": "Japan captured the lead in the technology sector.", "translation": "Η Ιαπωνία κατέκτησε το προβάδισμα στον τομέα της τεχνολογίας." }, { "text": "The polls have the government maintaining the lead in voters' preferences.", "translation": "Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το προβάδισμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων." }, { "text": "The team has taken the lead in the standings.", "translation": "Η ομάδα προηγείται στη βαθμολογία." }, { "text": "The runner is safely in the lead.", "translation": "Ο δρομέας είναι σίγουρα μπροστά." } ], "glosses": [ "(μόνο ενικός, the lead) το προβάδισμα, η πρώτη θέση σε έναν αγώνα ή διαγωνισμό" ], "id": "el-lead-en-noun--jN4Tigi" }, { "examples": [ { "text": "I hope the others won’t follow his lead.", "translation": "Ελπίζω να μην τον μιμηθούν οι άλλοι." } ], "glosses": [ "παράδειγμα που μιμούνται οι άνθρωποι" ], "id": "el-lead-en-noun-GbF8Ad4R", "raw_tags": [ "μόνο ενικός" ] }, { "examples": [ { "text": "It was the first time that he would appear in the theater as a lead.", "translation": "Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής." }, { "text": "I am playing the lead in a musical.", "translation": "Παίζω τον ρόλο πρωταγωνιστή σ' ένα μιούζικαλ." } ], "glosses": [ "ο πρωταγωνιστής, η πρωταγωνίστρια, ο ρόλος πρωταγωνιστή" ], "id": "el-lead-en-noun-h~yd~hwv" }, { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Βρετανικοί όροι (αγγλικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "examples": [ { "text": "Keep your dog on the lead in these streets.", "translation": "Κράτα το σκυλί σου από το λουρί σ' αυτούς τους δρόμους." }, { "text": "≈ συνώνυμα: leash (αμερικανικά αγγλικά)" } ], "glosses": [ "το λουρί για την οδήγηση σκύλου" ], "id": "el-lead-en-noun-QeD3wVWi", "raw_tags": [ "βρετανικά αγγλικά" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "liːd" }, { "ipa": "lid" } ], "word": "lead" } { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": ": lead < μέση αγγλική leden < from αγγλοσαξονική lǣdan (οδηγώ) < from δυτική πρωτο-γερμανική *laidijaną (διώχνω κάποιον, οδηγώ) < δυτική πρωτο-γερμανική *līþaną (πηγαίνω, φεύγω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leyt- (αφήνω, πεθαίνω)", "forms": [ { "form": "lead" }, { "form": "en-verb", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "lead", "raw_tags": [ "ενεστώτας" ] }, { "form": "leads", "raw_tags": [ "γ΄ ενικό ενεστώτα" ] }, { "form": "led", "raw_tags": [ "αόριστος" ] }, { "form": "led", "raw_tags": [ "παθητική μετοχή" ] }, { "form": "leading", "raw_tags": [ "ενεργητική μετοχή" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "verb", "pos_num": 2, "senses": [ { "examples": [ { "text": "She led the visitors in/out.", "translation": "Οδήγησε μέσα/έξω τους επισκέπτες." }, { "text": "We led the horse to the stable.", "translation": "Οδηγήσαμε το άλογο στο στάβλο." }, { "text": "In the march, the labor unions lead and the parties follow.", "translation": "Στην πορεία προηγούνται τα εργατικά σωματεία και έπονται τα κόμματα." }, { "text": "The officials’ cars were leading and the others were following.", "translation": "Προπορεύονταν τα αυτοκίνητα των επισήμων και ακολουθούσαν τα άλλα." }, { "text": "I will lead you home.", "translation": "Θα σε πάω σπίτι." }, { "text": "≈ συνώνυμα: direct, see, show και take" } ], "glosses": [ "οδηγώ, προηγούμαι, προπορεύομαι, πηγαίνω με ή μπροστά σε ένα πρόσωπο ή ένα ζώο για να δείξω το δρόμο ή να τον κάνω να πάει στη σωστή κατεύθυνση" ], "id": "el-lead-en-verb-GK~Pjgg0", "raw_tags": [ "μεταβατικό και αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "The wire leads to a speaker.", "translation": "Το καλώδιο οδηγούσε σε ένα ηχείο." }, { "text": "A bridge leads from the island to the mainland.", "translation": "Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα." }, { "text": "Disconnect the pipe which leads (=starts) from the top of the water tank.", "translation": "Αποσύνδεσε τον σωλήνα που ξεκινά από την κορυφή της δεξαμενής νερού." } ], "glosses": [ "οδηγώ, συνδέω ένα αντικείμενο ή μέρος με ένα άλλο" ], "id": "el-lead-en-verb-Pxv45ytb", "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "This road leads to the city center.", "translation": "Αυτός ο δρόμος οδηγεί στο κέντρο της πόλης." }, { "text": "Where does this road lead?", "translation": "Πού οδηγεί/πάει/βγάζει αυτός ο δρόμος;" }, { "text": "That door leads to the garden.", "translation": "Η πόρτα αυτή βγάζει στον κήπο." }, { "text": "≈ συνώνυμα: go" } ], "glosses": [ "οδηγώ, βγάζω, πάω, για δρόμο, μονοπάτι ή πόρτα που πηγαίνει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή σε ένα συγκεκριμένο μέρος" ], "id": "el-lead-en-verb-mR5G-4Wj", "raw_tags": [ "μεταβατικό και αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "This discussion is leading nowhere.", "translation": "Αυτή η συζήτηση δεν οδηγεί πουθενά." }, { "text": "Heroin led to his death.", "translation": "Η ηρωίνη τον οδήγησε στο θάνατο." }, { "text": "Social conflict leads to class struggle.", "translation": "Οι κοινωνικές αντιθέσεις οδηγούν σε ταξική πάλη." }, { "text": "Your policy doesn’t lead anywhere.", "translation": "Η πολιτική σου δε βγάζει πουθενά." } ], "glosses": [ "οδηγώ, βγάζω, έχω κάτι ως αποτέλεσμα" ], "id": "el-lead-en-verb-eetmOR9B", "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "What led you to this conclusion?", "translation": "Τι σε οδήγησε σ' αυτό το συμπέρασμα;" }, { "text": "What led him to tell such a lie?", "translation": "Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;" }, { "text": "What led him to refuse?", "translation": "Τι τον παρακίνησε να αρνηθεί;" }, { "text": "They led us to believe that everything was settled./We were led to believe that everything was settled.", "translation": "Μας έδωσαν να καταλάβομε (μείναμε με την εντύπωση) ότι όλα είχαν κανονιστεί." }, { "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate" } ], "glosses": [ "οδηγώ, κινώ, παρακινώ σε μια πράξη ή ενέργεια" ], "id": "el-lead-en-verb-u5AJoUms", "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] }, { "examples": [ { "text": "A good teacher leads the young by example.", "translation": "Ο άξιος δάσκαλος οδηγεί με το παράδειγμά του τους νέους." }, { "text": "She’s leading the branch now.", "translation": "Διευθύνει το υποκατάστημα τώρα." }, { "text": "The bank is led by a multi-member board.", "translation": "Η τράπεζα διοικείται από πολυμελές συμβούλιο." }, { "text": "He is leading the effort to revive the party.", "translation": "Ηγείται της προσπάθειας για ανανέωση του κόμματος." }, { "text": "All those leading the strike were fired.", "translation": "Απολύθηκαν όσοι πρωτοστάτησαν στην απεργία." }, { "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη direct" } ], "glosses": [ "οδηγώ, διευθύνω, διοικώ, ηγούμαι, πρωτοστατώ, έχω τον έλεγχο σε κάτι· είμαι επικεφαλής σε κάτι" ], "id": "el-lead-en-verb-5J6N0HQc", "raw_tags": [ "μεταβατικό και αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "He is the runner who is leading the race.", "translation": "Είναι ο δρομέας που οδηγεί την κούρσα." }, { "text": "I would rather be leading at halftime with 1-0 than it be 0-0.", "translation": "Θα προτιμούσα να προηγούμαι το ημίχρονο με 1-0 παρά να είναι 0-0." }, { "text": "Japan is leading other countries in electronics.", "translation": "Η Ιαπωνία προηγείται των άλλων χωρών στην ηλεκτρονική τεχνολογία." }, { "text": "She is leading by ten meters.", "translation": "Προπορεύεται κατά δέκα μέτρα." } ], "glosses": [ "οδηγώ, προηγούμαι, προπορεύομαι, είμαι ο καλύτερος σε κάτι, είμαι στην πρώτη θέση" ], "id": "el-lead-en-verb-HKhVqB8c", "raw_tags": [ "μεταβατικό και αμετάβατο" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "liːd" }, { "ipa": "lid" } ], "word": "lead" }
{ "categories": [ "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)" ], "etymology_text": ": lead < μέση αγγλική led, leed < αγγλοσαξονική lēad (lead) < δυτική πρωτο-γερμανική *laud (lead) < πρωτοκελτική *ɸloudom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plewd- (ρέω)", "forms": [ { "form": "lead" }, { "form": "en-noun-s", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "lead", "raw_tags": [ "ενικός" ] }, { "form": "leads", "raw_tags": [ "πληθυντικός" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "noun", "pos_num": 1, "senses": [ { "categories": [ "Χημεία (αγγλικά)" ], "glosses": [ "ο μόλυβδος" ], "raw_tags": [ "μη μετρήσιμο", "χημεία" ] }, { "examples": [ { "text": "mechanical pencil lead - μύτες μηχανικών μολυβιών" }, { "text": "The lead of my pencil broke.", "translation": "Έσπασε η μύτη του μολυβιού μου." } ], "glosses": [ "η μύτη μολυβιού" ], "raw_tags": [ "μετρήσιμο και μη μετρήσιμο" ] }, { "categories": [ "Τυπογραφία (αγγλικά)" ], "glosses": [ "λεπτή μεταλλική λωρίδα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία της παραδοσιακής τυπογραφίας για το διαχωρισμό των γραμμών κατά το τύπωμα" ], "raw_tags": [ "τυπογραφία" ] }, { "glosses": [ "φύλλα ή πλάκες μολύβδου που χρησιμοποιούνται στις στέγες" ] }, { "glosses": [ "στέγη καλυμμένη με φύλλα μολύβδου ή πλάκες μολυβδοκασσίτερου" ] }, { "categories": [ "Αργκό (αγγλικά)" ], "glosses": [ "σφαίρες, πυρομαχικά" ], "raw_tags": [ "αργκό" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "lɛd" } ], "word": "lead" } { "categories": [ "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)" ], "etymology_text": ": lead < μέση αγγλική led, leed < αγγλοσαξονική lēad (lead) < δυτική πρωτο-γερμανική *laud (lead) < πρωτοκελτική *ɸloudom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plewd- (ρέω)", "forms": [ { "form": "lead" }, { "form": "en-verb-'ask'", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "lead", "raw_tags": [ "ενεστώτας" ] }, { "form": "leads", "raw_tags": [ "γ΄ ενικό ενεστώτα" ] }, { "form": "leaded", "raw_tags": [ "αόριστος" ] }, { "form": "leaded", "raw_tags": [ "παθητική μετοχή" ] }, { "form": "leading", "raw_tags": [ "ενεργητική μετοχή" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "verb", "pos_num": 1, "senses": [ { "glosses": [ "καλύπτω, γεμίζω με μόλυβδο" ] }, { "categories": [ "Τυπογραφία (αγγλικά)" ], "glosses": [ "τοποθετώ (κατά τη στοιχειοθεσία) τα μεταλλικά στοιχεία διαχωρισμού των γραμμών" ], "raw_tags": [ "τυπογραφία" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "lɛd" } ], "word": "lead" } { "categories": [ "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)" ], "etymology_text": ": lead < μέση αγγλική leden < from αγγλοσαξονική lǣdan (οδηγώ) < from δυτική πρωτο-γερμανική *laidijaną (διώχνω κάποιον, οδηγώ) < δυτική πρωτο-γερμανική *līþaną (πηγαίνω, φεύγω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leyt- (αφήνω, πεθαίνω)", "forms": [ { "form": "lead" }, { "form": "en-noun-s", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "lead", "raw_tags": [ "ενικός" ] }, { "form": "leads", "raw_tags": [ "πληθυντικός" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "noun", "pos_num": 2, "senses": [ { "examples": [ { "text": "I am taking/I have/I am fighting for/I capture/I lose the lead.", "translation": "Παίρνω/έχω/διεκδικώ/κατακτώ/χάνω το προβάδισμα." }, { "text": "The national team took the lead in score.", "translation": "Η εθνική ομάδα πήρε το προβάδισμα στο σκορ." }, { "text": "Japan captured the lead in the technology sector.", "translation": "Η Ιαπωνία κατέκτησε το προβάδισμα στον τομέα της τεχνολογίας." }, { "text": "The polls have the government maintaining the lead in voters' preferences.", "translation": "Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το προβάδισμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων." }, { "text": "The team has taken the lead in the standings.", "translation": "Η ομάδα προηγείται στη βαθμολογία." }, { "text": "The runner is safely in the lead.", "translation": "Ο δρομέας είναι σίγουρα μπροστά." } ], "glosses": [ "(μόνο ενικός, the lead) το προβάδισμα, η πρώτη θέση σε έναν αγώνα ή διαγωνισμό" ] }, { "examples": [ { "text": "I hope the others won’t follow his lead.", "translation": "Ελπίζω να μην τον μιμηθούν οι άλλοι." } ], "glosses": [ "παράδειγμα που μιμούνται οι άνθρωποι" ], "raw_tags": [ "μόνο ενικός" ] }, { "examples": [ { "text": "It was the first time that he would appear in the theater as a lead.", "translation": "Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής." }, { "text": "I am playing the lead in a musical.", "translation": "Παίζω τον ρόλο πρωταγωνιστή σ' ένα μιούζικαλ." } ], "glosses": [ "ο πρωταγωνιστής, η πρωταγωνίστρια, ο ρόλος πρωταγωνιστή" ] }, { "categories": [ "Βρετανικοί όροι (αγγλικά)" ], "examples": [ { "text": "Keep your dog on the lead in these streets.", "translation": "Κράτα το σκυλί σου από το λουρί σ' αυτούς τους δρόμους." }, { "text": "≈ συνώνυμα: leash (αμερικανικά αγγλικά)" } ], "glosses": [ "το λουρί για την οδήγηση σκύλου" ], "raw_tags": [ "βρετανικά αγγλικά" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "liːd" }, { "ipa": "lid" } ], "word": "lead" } { "categories": [ "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)" ], "etymology_text": ": lead < μέση αγγλική leden < from αγγλοσαξονική lǣdan (οδηγώ) < from δυτική πρωτο-γερμανική *laidijaną (διώχνω κάποιον, οδηγώ) < δυτική πρωτο-γερμανική *līþaną (πηγαίνω, φεύγω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leyt- (αφήνω, πεθαίνω)", "forms": [ { "form": "lead" }, { "form": "en-verb", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "lead", "raw_tags": [ "ενεστώτας" ] }, { "form": "leads", "raw_tags": [ "γ΄ ενικό ενεστώτα" ] }, { "form": "led", "raw_tags": [ "αόριστος" ] }, { "form": "led", "raw_tags": [ "παθητική μετοχή" ] }, { "form": "leading", "raw_tags": [ "ενεργητική μετοχή" ] } ], "lang": "English", "lang_code": "en", "pos": "verb", "pos_num": 2, "senses": [ { "examples": [ { "text": "She led the visitors in/out.", "translation": "Οδήγησε μέσα/έξω τους επισκέπτες." }, { "text": "We led the horse to the stable.", "translation": "Οδηγήσαμε το άλογο στο στάβλο." }, { "text": "In the march, the labor unions lead and the parties follow.", "translation": "Στην πορεία προηγούνται τα εργατικά σωματεία και έπονται τα κόμματα." }, { "text": "The officials’ cars were leading and the others were following.", "translation": "Προπορεύονταν τα αυτοκίνητα των επισήμων και ακολουθούσαν τα άλλα." }, { "text": "I will lead you home.", "translation": "Θα σε πάω σπίτι." }, { "text": "≈ συνώνυμα: direct, see, show και take" } ], "glosses": [ "οδηγώ, προηγούμαι, προπορεύομαι, πηγαίνω με ή μπροστά σε ένα πρόσωπο ή ένα ζώο για να δείξω το δρόμο ή να τον κάνω να πάει στη σωστή κατεύθυνση" ], "raw_tags": [ "μεταβατικό και αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "The wire leads to a speaker.", "translation": "Το καλώδιο οδηγούσε σε ένα ηχείο." }, { "text": "A bridge leads from the island to the mainland.", "translation": "Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα." }, { "text": "Disconnect the pipe which leads (=starts) from the top of the water tank.", "translation": "Αποσύνδεσε τον σωλήνα που ξεκινά από την κορυφή της δεξαμενής νερού." } ], "glosses": [ "οδηγώ, συνδέω ένα αντικείμενο ή μέρος με ένα άλλο" ], "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "This road leads to the city center.", "translation": "Αυτός ο δρόμος οδηγεί στο κέντρο της πόλης." }, { "text": "Where does this road lead?", "translation": "Πού οδηγεί/πάει/βγάζει αυτός ο δρόμος;" }, { "text": "That door leads to the garden.", "translation": "Η πόρτα αυτή βγάζει στον κήπο." }, { "text": "≈ συνώνυμα: go" } ], "glosses": [ "οδηγώ, βγάζω, πάω, για δρόμο, μονοπάτι ή πόρτα που πηγαίνει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή σε ένα συγκεκριμένο μέρος" ], "raw_tags": [ "μεταβατικό και αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "This discussion is leading nowhere.", "translation": "Αυτή η συζήτηση δεν οδηγεί πουθενά." }, { "text": "Heroin led to his death.", "translation": "Η ηρωίνη τον οδήγησε στο θάνατο." }, { "text": "Social conflict leads to class struggle.", "translation": "Οι κοινωνικές αντιθέσεις οδηγούν σε ταξική πάλη." }, { "text": "Your policy doesn’t lead anywhere.", "translation": "Η πολιτική σου δε βγάζει πουθενά." } ], "glosses": [ "οδηγώ, βγάζω, έχω κάτι ως αποτέλεσμα" ], "raw_tags": [ "αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "What led you to this conclusion?", "translation": "Τι σε οδήγησε σ' αυτό το συμπέρασμα;" }, { "text": "What led him to tell such a lie?", "translation": "Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;" }, { "text": "What led him to refuse?", "translation": "Τι τον παρακίνησε να αρνηθεί;" }, { "text": "They led us to believe that everything was settled./We were led to believe that everything was settled.", "translation": "Μας έδωσαν να καταλάβομε (μείναμε με την εντύπωση) ότι όλα είχαν κανονιστεί." }, { "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate" } ], "glosses": [ "οδηγώ, κινώ, παρακινώ σε μια πράξη ή ενέργεια" ], "raw_tags": [ "μεταβατικό" ] }, { "examples": [ { "text": "A good teacher leads the young by example.", "translation": "Ο άξιος δάσκαλος οδηγεί με το παράδειγμά του τους νέους." }, { "text": "She’s leading the branch now.", "translation": "Διευθύνει το υποκατάστημα τώρα." }, { "text": "The bank is led by a multi-member board.", "translation": "Η τράπεζα διοικείται από πολυμελές συμβούλιο." }, { "text": "He is leading the effort to revive the party.", "translation": "Ηγείται της προσπάθειας για ανανέωση του κόμματος." }, { "text": "All those leading the strike were fired.", "translation": "Απολύθηκαν όσοι πρωτοστάτησαν στην απεργία." }, { "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη direct" } ], "glosses": [ "οδηγώ, διευθύνω, διοικώ, ηγούμαι, πρωτοστατώ, έχω τον έλεγχο σε κάτι· είμαι επικεφαλής σε κάτι" ], "raw_tags": [ "μεταβατικό και αμετάβατο" ] }, { "examples": [ { "text": "He is the runner who is leading the race.", "translation": "Είναι ο δρομέας που οδηγεί την κούρσα." }, { "text": "I would rather be leading at halftime with 1-0 than it be 0-0.", "translation": "Θα προτιμούσα να προηγούμαι το ημίχρονο με 1-0 παρά να είναι 0-0." }, { "text": "Japan is leading other countries in electronics.", "translation": "Η Ιαπωνία προηγείται των άλλων χωρών στην ηλεκτρονική τεχνολογία." }, { "text": "She is leading by ten meters.", "translation": "Προπορεύεται κατά δέκα μέτρα." } ], "glosses": [ "οδηγώ, προηγούμαι, προπορεύομαι, είμαι ο καλύτερος σε κάτι, είμαι στην πρώτη θέση" ], "raw_tags": [ "μεταβατικό και αμετάβατο" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "liːd" }, { "ipa": "lid" } ], "word": "lead" }
Download raw JSONL data for lead meaning in English (13.3kB)
This page is a part of the kaikki.org machine-readable English dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-18 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (0c45963 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.
If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.