"go" meaning in English

See go in All languages combined, or Wiktionary

Noun

Forms: go, goes
Etymology: go < (κληρονομημένο) μέση αγγλικήgon, goon < αγγλοσαξονικήgan
  1. η σειρά, η θέση στην οποία τοποθετείται κάποιος μέσα σε ένα παχινίδι, μέσα σε μια δραστηριότητα
  2. η προσπάθεια
    Sense id: el-go-en-noun-GnU8vdT8
  3. είμαι ενθουσιώδης, έχω ενθουσιασμό
The following are not (yet) sense-disambiguated

Verb

Forms: go, go, goes, went, gone, going
Etymology: go < (κληρονομημένο) μέση αγγλικήgon, goon < αγγλοσαξονικήgan
  1. πηγαίνω, περνάω, γυρίζω, ανεβαίνω, κατεβαίνω, κινούμαι από ένα σημείο προς ένα άλλο σημείο
    Sense id: el-go-en-verb-d8OzQnv3
  2. πηγαίνω, βγαίνω, πηγαίνω ή ταξιδεύω, ειδικά με κάποιον άλλο, σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή για να είμαι παρών σε μια εκδήλωση
    Sense id: el-go-en-verb-zrzewZCh
  3. πηγαίνω ή ταξιδεύω με συγκεκριμένο τρόπο ή σε μια συγκεκριμένη απόσταση
    Sense id: el-go-en-verb-nY15SoQd
  4. (αμετάβατο, συχνά go flying, go running, go hurrying, κτλ.· σχηματίζεται με go + ενεργητική μετοχή του ρήματος) πετάγομαι, ανεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, κτλ, κινούμαι με συγκεκριμένο τρόπο ή ενώ κάνω κάτι άλλο
    Sense id: el-go-en-verb-zt4Bsgda
  5. πηγαίνω, βγαίνω, φεύγω από το ένα μέρος για να φτάσω στο άλλο
    Sense id: el-go-en-verb-e~fabMNv
  6. πηγαίνω, φεύγω από ένα μέρος για να κάνω κάτι διαφορετικό
    Sense id: el-go-en-verb-SFiTvfGz
  7. πηγαίνω, επισκέπτομαι ένα μέρος για συγκεκριμένο σκοπό
    Sense id: el-go-en-verb-fzr5sgMp
  8. πηγαίνω σε μια συγκεκριμένη ιστοσελίδα ή ιστότοπο
    Sense id: el-go-en-verb-FX2mzkXf
  9. πηγαίνω, συμμετέχω σε δραστηριότητα
    Sense id: el-go-en-verb-Rq9JGtJ~
  10. πηγαίνω, στέλνω κάτι κάπου
    Sense id: el-go-en-verb-drS62tcH
  11. περνώ, χρησιμοποιείται για να περιγράψει πόσο γρήγορα ή αργά φαίνεται να περνά ο χρόνος
    Sense id: el-go-en-verb-nBanHpMw
  12. πηγαίνω, κάτι χάνεται
    Sense id: el-go-en-verb-z4V6dRg8
  13. πηγαίνω, βγάζω, βγαίνω, οδηγεί σε κάποιο σημείο
    Sense id: el-go-en-verb-A2otfw~k
  14. πηγαίνω, κάτι είναι στη θέση του
    Sense id: el-go-en-verb-SMg24Anl
  15. πηγαίνω, κάτι χωράει κάπου
    Sense id: el-go-en-verb-1e5HgG33
  16. πηγαίνω, αποβαίνω
    Sense id: el-go-en-verb-XlJ8A0PQ
  17. γίνομαι, χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι έχει φτάσει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δεν βρίσκεται πλέον σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    Sense id: el-go-en-verb-Tr7n7wFi
  18. γίνομαι διαφορετικός με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ειδικά με κακό τρόπο
    Sense id: el-go-en-verb-8wTNCqM-
  19. πηγαίνω, κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    Sense id: el-go-en-verb-3BqiN4FX
  20. πηγαίνω, για αριθμούς
    Sense id: el-go-en-verb-w6yhdzvu
  21. πηγαίνω, ταιριάζω, μπαίνω
    Sense id: el-go-en-verb-GFX9JSHk
  22. λέω, πηγαίνω, για να περιγράψει το περιεχόμενο ενός ποιήματος, τραγουδιού ή ιστορίας
    Sense id: el-go-en-verb-Nd0YOc-R
  23. πηγαίνω, ξοδεύω χρήματα
    Sense id: el-go-en-verb-SshamIoo
  24. ενεργούμαι, πάω στην τουαλέτα
    Sense id: el-go-en-verb-9OXcd0TH Categories (other): Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms: go and (do something), go bankrupt, go haywire, go so far as, go too far, how's it going?, how did it go?, keep going
{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": "go < (κληρονομημένο) μέση αγγλικήgon, goon < αγγλοσαξονικήgan",
  "forms": [
    {
      "form": "go"
    },
    {
      "form": "en-noun",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "goes",
      "raw_tags": [
        "go",
        "πληθυντικός"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "It’s your go now!",
          "translation": "H σειρά σου τώρα!"
        },
        {
          "text": "They took goes at riding the bike.",
          "translation": "Καβαλούσαν το ποδήλατο με τη σειρά."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn (αμερικανική σημασία, βρετανική σημασία)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η σειρά, η θέση στην οποία τοποθετείται κάποιος μέσα σε ένα παχινίδι, μέσα σε μια δραστηριότητα"
      ],
      "id": "el-go-en-noun-zdlYm5et",
      "raw_tags": [
        "μετρήσιμο",
        "βρετανική σημασία"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Let me have a go at it.",
          "translation": "Άσε με να κάνω κι εγώ μια προσπάθεια."
        },
        {
          "text": "He had six goes at it and failed at all of them.",
          "translation": "Έκανε έξι προσπάθειες κι απότυχε σ' όλες."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη attempt"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η προσπάθεια"
      ],
      "id": "el-go-en-noun-GnU8vdT8",
      "raw_tags": [
        "μετρήσιμο"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "Young people are full of go.",
          "translation": "Η νεολαία είναι ενθουσιώδης."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness"
        }
      ],
      "glosses": [
        "είμαι ενθουσιώδης, έχω ενθουσιασμό"
      ],
      "id": "el-go-en-noun-Ey3QYInb",
      "raw_tags": [
        "μη μετρήσιμο",
        "βρετανική σημασία"
      ]
    }
  ],
  "word": "go"
}

{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": "go < (κληρονομημένο) μέση αγγλικήgon, goon < αγγλοσαξονικήgan",
  "forms": [
    {
      "form": "go"
    },
    {
      "form": "en-verb",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "go",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "goes",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "went",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "gone",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "going",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "related": [
    {
      "word": "go and (do something)"
    },
    {
      "word": "go bankrupt"
    },
    {
      "word": "go haywire"
    },
    {
      "word": "go so far as"
    },
    {
      "word": "go too far"
    },
    {
      "word": "how's it going?"
    },
    {
      "word": "how did it go?"
    },
    {
      "word": "keep going"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am going abroad/to Rome/to the countryside.",
          "translation": "Πηγαίνω στο εξωτερικό/στη Ρώμης/στην εξοχή."
        },
        {
          "text": "This thread will not go through the needle!",
          "translation": "Αυτή η κλωστή δεν περνάει στο βελόνι!"
        },
        {
          "text": "The procession went past/by slowly.",
          "translation": "Η πομπή πέρασε αργά."
        },
        {
          "text": "I go by someone’s window.",
          "translation": "Περνώ έξω από το παράθυρο κάποιου."
        },
        {
          "text": "He goes from town to town.",
          "translation": "Γυρίζει από πόλη σε πόλη."
        },
        {
          "text": "She took the elevator and went up to her apartment.",
          "translation": "Πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στο διαμέρισμά της."
        },
        {
          "text": "He went up the stairs two at a time.",
          "translation": "Ανέβηκε τα σκαλιά δυο δυο."
        },
        {
          "text": "They went down with the stairs/with the elevator.",
          "translation": "Κατέβηκαν με τη σκάλα/με το ασανσέρ."
        },
        {
          "text": "Go and open the door.",
          "translation": "Άντε ν' ανοίξεις την πόρτα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, περνάω, γυρίζω, ανεβαίνω, κατεβαίνω, κινούμαι από ένα σημείο προς ένα άλλο σημείο"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-d8OzQnv3",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Let’s go to my house to watch TV.",
          "translation": "Πάμε σπίτι μου να δούμε τηλεόραση."
        },
        {
          "text": "Do you want to go for some beers on Saturday?",
          "translation": "Θέλεις να βγούμε για μπίρες το Σάββατο;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, βγαίνω, πηγαίνω ή ταξιδεύω, ειδικά με κάποιον άλλο, σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή για να είμαι παρών σε μια εκδήλωση"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-zrzewZCh",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "We left the car and went on foot.",
          "translation": "Αφήσαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε με τα πόδια."
        },
        {
          "text": "I go to work by bike.",
          "translation": "Πάω στη δουλειά με το ποδήλατο."
        },
        {
          "text": "I go by train/bus/airplane/boat.",
          "translation": "Πηγαίνω με τρένο/λεωφορείο/αεροπλάνο/πλοίο."
        },
        {
          "text": "I am going at full speed.",
          "translation": "Πάω ολοταχώς."
        },
        {
          "text": "He went at a high/low speed.",
          "translation": "Πήγε με μεγάλη/μικρή ταχύτητα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω ή ταξιδεύω με συγκεκριμένο τρόπο ή σε μια συγκεκριμένη απόσταση"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-nY15SoQd",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He went flying six meters from the explosion.",
          "translation": "Πετάχτηκε έξι μέτρα μακριά από την έκρηξη."
        },
        {
          "text": "She went running up the stairs.",
          "translation": "Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες."
        },
        {
          "text": "I went hurrying down the street.",
          "translation": "Κατέβηκα βιαστικά στο δρόμο."
        },
        {
          "text": "He got caught on a root and went stumbling forward.",
          "translation": "Σκόνταψε σε μια ρίζα κι έπεσε με το κεφάλι."
        }
      ],
      "glosses": [
        "(αμετάβατο, συχνά go flying, go running, go hurrying, κτλ.· σχηματίζεται με go + ενεργητική μετοχή του ρήματος) πετάγομαι, ανεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, κτλ, κινούμαι με συγκεκριμένο τρόπο ή ενώ κάνω κάτι άλλο"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-zt4Bsgda"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I must be going now.",
          "translation": "Πρέπει να πάω/φεύγω τώρα."
        },
        {
          "text": "He went out of his room.",
          "translation": "Βγήκε από το δωμάτιό του."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leave"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, βγαίνω, φεύγω από το ένα μέρος για να φτάσω στο άλλο"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-e~fabMNv",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am going on vacation tomorrow.",
          "translation": "Πάω/Φεύγω για διακοπές αύριο."
        },
        {
          "text": "I am going on leave.",
          "translation": "Είμαι σε άδεια."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leave"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, φεύγω από ένα μέρος για να κάνω κάτι διαφορετικό"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-SFiTvfGz",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I go to school/bed/prison/church/the hospital.",
          "translation": "Πάω στο σχολείο/στο κρεβάτι/στη φυλακή/στην εκκλησία/στο νοσοκομείο."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, επισκέπτομαι ένα μέρος για συγκεκριμένο σκοπό"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-fzr5sgMp",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I clicked the link to go to the next page of the website.",
          "translation": "Πάτησα τη σύνδεση για να πάω στην επόμενη σελίδα του ιστότοπου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω σε μια συγκεκριμένη ιστοσελίδα ή ιστότοπο"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-FX2mzkXf",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I go for a swim/climb/picnic.",
          "translation": "Πάω (για) κολύμπι/ορειβασία/πικ νικ."
        },
        {
          "text": "I go shopping/fishing/walking/on a walk.",
          "translation": "Πάω για ψώνια/για ψάρεμα/πεζοπορία/για έναν περίπατο."
        },
        {
          "text": "I am going to sleep, good night!",
          "translation": "Πάω να κοιμηθώ, καληνύχτα!"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, συμμετέχω σε δραστηριότητα"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-Rq9JGtJ~",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Who did the first prize go to?",
          "translation": "Σε ποιον πήγε το πρώτο βραβείο;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, στέλνω κάτι κάπου"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-drS62tcH",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The time went slowly.",
          "translation": "Η ώρα περνούσε αργά."
        }
      ],
      "glosses": [
        "περνώ, χρησιμοποιείται για να περιγράψει πόσο γρήγορα ή αργά φαίνεται να περνά ο χρόνος"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-nBanHpMw",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο",
        "+ επίρρημα/πρόθεση"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "My umbrella has gone.",
          "translation": "Πάει την ομπρέλα μου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, κάτι χάνεται"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-z4V6dRg8",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Where does this road go?",
          "translation": "Πού πάει/βγάζει αυτός ο δρόμος;"
        },
        {
          "text": "This road doesn’t go anywhere.",
          "translation": "Αυτός ο δρόμος δεν βγαίνει πουθενά."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: lead"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, βγάζω, βγαίνω, οδηγεί σε κάποιο σημείο"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-A2otfw~k",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Where does this chair go?",
          "translation": "Που πάει αυτή η καρέκλα;"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: belong"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, κάτι είναι στη θέση του"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-SMg24Anl",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Will all these clothes go into one suitcase?",
          "translation": "Θα πάνε όλα αυτά τα ρούχα σε μια βαλίτσα;"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fit"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, κάτι χωράει κάπου"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-1e5HgG33",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How did the elections go?",
          "translation": "Πώς πήγαν οι εκλογές;"
        },
        {
          "text": "If all goes well…",
          "translation": "Αν πάνε όλα καλά…"
        },
        {
          "text": "Do not worry, everything will go all right.",
          "translation": "Μην στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά."
        },
        {
          "text": "The situation is not going well there.",
          "translation": "Η κατάσταση δεν πάει καλά εκεί."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, αποβαίνω"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-XlJ8A0PQ",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.",
          "translation": "Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης εργοστασίου έγινε αγρότης."
        },
        {
          "text": "The business went from problematic to profitable.",
          "translation": "Η επιχείρηση από προβληματική έγινε κερδοφόρα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "γίνομαι, χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι έχει φτάσει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δεν βρίσκεται πλέον σε μια συγκεκριμένη κατάσταση"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-Tr7n7wFi",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He went mad from anger.",
          "translation": "Έγινε τρελός από θυμό."
        }
      ],
      "glosses": [
        "γίνομαι διαφορετικός με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ειδικά με κακό τρόπο"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-8wTNCqM-",
      "raw_tags": [
        "+ επίθετο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How’s work going?",
          "translation": "Πώς πάει η δουλειά;"
        },
        {
          "text": "How’s it going?",
          "translation": "Πώς πάει;"
        },
        {
          "text": "How did it go in London/in the exams?",
          "translation": "Πώς τα πήγες στο Λονδίνο/στις εξετάσεις;"
        },
        {
          "text": "The exams didn’t go well.",
          "translation": "Δεν τα πήγα καλά στης εξετάσεις."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-3BqiN4FX",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How many times does 5 go into 30?",
          "translation": "Πόσες φορές πάει το 5 στο 30;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, για αριθμούς"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-w6yhdzvu",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "They go in pairs/in twos.",
          "translation": "Πάνε δύο-δύο."
        },
        {
          "text": "The curtains go with the carpet.",
          "translation": "Οι κουρτίνες πάνε με τα χαλιά."
        },
        {
          "text": "These two colors do not go together.",
          "translation": "Αυτά τα δυο χρώματα δεν πάνε μαζί."
        },
        {
          "text": "Lemon goes in the soup, not vinegar.",
          "translation": "Λεμόνι μπαίνει στη σούπα, όχι ξίδι."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη match"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, ταιριάζω, μπαίνω"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-GFX9JSHk"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The story goes that…",
          "translation": "Η ιστορία λέει ότι…"
        },
        {
          "text": "As the saying goes…",
          "translation": "Όπως λέει η παροιμία…"
        },
        {
          "text": "I don’t remember how this tune goes.",
          "translation": "Δεν θυμάμαι πώς πάει αυτός ο σκοπός."
        }
      ],
      "glosses": [
        "λέω, πηγαίνω, για να περιγράψει το περιεχόμενο ενός ποιήματος, τραγουδιού ή ιστορίας"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-Nd0YOc-R",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How much of your salary goes to food/rent?",
          "translation": "Πόσα από το μισθό σου πάνε για φαγητό/ενοίκιο;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, ξοδεύω χρήματα"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-SshamIoo",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "He went after three days.",
          "translation": "Ενεργήθηκε ύστερα από τρεις μέρες."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ενεργούμαι, πάω στην τουαλέτα"
      ],
      "id": "el-go-en-verb-9OXcd0TH",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο",
        "ανεπίσημο"
      ]
    }
  ],
  "word": "go"
}
{
  "categories": [
    "Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)"
  ],
  "etymology_text": "go < (κληρονομημένο) μέση αγγλικήgon, goon < αγγλοσαξονικήgan",
  "forms": [
    {
      "form": "go"
    },
    {
      "form": "en-noun",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "goes",
      "raw_tags": [
        "go",
        "πληθυντικός"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "categories": [
        "Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "It’s your go now!",
          "translation": "H σειρά σου τώρα!"
        },
        {
          "text": "They took goes at riding the bike.",
          "translation": "Καβαλούσαν το ποδήλατο με τη σειρά."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn (αμερικανική σημασία, βρετανική σημασία)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η σειρά, η θέση στην οποία τοποθετείται κάποιος μέσα σε ένα παχινίδι, μέσα σε μια δραστηριότητα"
      ],
      "raw_tags": [
        "μετρήσιμο",
        "βρετανική σημασία"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Let me have a go at it.",
          "translation": "Άσε με να κάνω κι εγώ μια προσπάθεια."
        },
        {
          "text": "He had six goes at it and failed at all of them.",
          "translation": "Έκανε έξι προσπάθειες κι απότυχε σ' όλες."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη attempt"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η προσπάθεια"
      ],
      "raw_tags": [
        "μετρήσιμο"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "Young people are full of go.",
          "translation": "Η νεολαία είναι ενθουσιώδης."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness"
        }
      ],
      "glosses": [
        "είμαι ενθουσιώδης, έχω ενθουσιασμό"
      ],
      "raw_tags": [
        "μη μετρήσιμο",
        "βρετανική σημασία"
      ]
    }
  ],
  "word": "go"
}

{
  "categories": [
    "Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)"
  ],
  "etymology_text": "go < (κληρονομημένο) μέση αγγλικήgon, goon < αγγλοσαξονικήgan",
  "forms": [
    {
      "form": "go"
    },
    {
      "form": "en-verb",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "go",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "goes",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "went",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "gone",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "going",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "related": [
    {
      "word": "go and (do something)"
    },
    {
      "word": "go bankrupt"
    },
    {
      "word": "go haywire"
    },
    {
      "word": "go so far as"
    },
    {
      "word": "go too far"
    },
    {
      "word": "how's it going?"
    },
    {
      "word": "how did it go?"
    },
    {
      "word": "keep going"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am going abroad/to Rome/to the countryside.",
          "translation": "Πηγαίνω στο εξωτερικό/στη Ρώμης/στην εξοχή."
        },
        {
          "text": "This thread will not go through the needle!",
          "translation": "Αυτή η κλωστή δεν περνάει στο βελόνι!"
        },
        {
          "text": "The procession went past/by slowly.",
          "translation": "Η πομπή πέρασε αργά."
        },
        {
          "text": "I go by someone’s window.",
          "translation": "Περνώ έξω από το παράθυρο κάποιου."
        },
        {
          "text": "He goes from town to town.",
          "translation": "Γυρίζει από πόλη σε πόλη."
        },
        {
          "text": "She took the elevator and went up to her apartment.",
          "translation": "Πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στο διαμέρισμά της."
        },
        {
          "text": "He went up the stairs two at a time.",
          "translation": "Ανέβηκε τα σκαλιά δυο δυο."
        },
        {
          "text": "They went down with the stairs/with the elevator.",
          "translation": "Κατέβηκαν με τη σκάλα/με το ασανσέρ."
        },
        {
          "text": "Go and open the door.",
          "translation": "Άντε ν' ανοίξεις την πόρτα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, περνάω, γυρίζω, ανεβαίνω, κατεβαίνω, κινούμαι από ένα σημείο προς ένα άλλο σημείο"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Let’s go to my house to watch TV.",
          "translation": "Πάμε σπίτι μου να δούμε τηλεόραση."
        },
        {
          "text": "Do you want to go for some beers on Saturday?",
          "translation": "Θέλεις να βγούμε για μπίρες το Σάββατο;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, βγαίνω, πηγαίνω ή ταξιδεύω, ειδικά με κάποιον άλλο, σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή για να είμαι παρών σε μια εκδήλωση"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "We left the car and went on foot.",
          "translation": "Αφήσαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε με τα πόδια."
        },
        {
          "text": "I go to work by bike.",
          "translation": "Πάω στη δουλειά με το ποδήλατο."
        },
        {
          "text": "I go by train/bus/airplane/boat.",
          "translation": "Πηγαίνω με τρένο/λεωφορείο/αεροπλάνο/πλοίο."
        },
        {
          "text": "I am going at full speed.",
          "translation": "Πάω ολοταχώς."
        },
        {
          "text": "He went at a high/low speed.",
          "translation": "Πήγε με μεγάλη/μικρή ταχύτητα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω ή ταξιδεύω με συγκεκριμένο τρόπο ή σε μια συγκεκριμένη απόσταση"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He went flying six meters from the explosion.",
          "translation": "Πετάχτηκε έξι μέτρα μακριά από την έκρηξη."
        },
        {
          "text": "She went running up the stairs.",
          "translation": "Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες."
        },
        {
          "text": "I went hurrying down the street.",
          "translation": "Κατέβηκα βιαστικά στο δρόμο."
        },
        {
          "text": "He got caught on a root and went stumbling forward.",
          "translation": "Σκόνταψε σε μια ρίζα κι έπεσε με το κεφάλι."
        }
      ],
      "glosses": [
        "(αμετάβατο, συχνά go flying, go running, go hurrying, κτλ.· σχηματίζεται με go + ενεργητική μετοχή του ρήματος) πετάγομαι, ανεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, κτλ, κινούμαι με συγκεκριμένο τρόπο ή ενώ κάνω κάτι άλλο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I must be going now.",
          "translation": "Πρέπει να πάω/φεύγω τώρα."
        },
        {
          "text": "He went out of his room.",
          "translation": "Βγήκε από το δωμάτιό του."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leave"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, βγαίνω, φεύγω από το ένα μέρος για να φτάσω στο άλλο"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am going on vacation tomorrow.",
          "translation": "Πάω/Φεύγω για διακοπές αύριο."
        },
        {
          "text": "I am going on leave.",
          "translation": "Είμαι σε άδεια."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leave"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, φεύγω από ένα μέρος για να κάνω κάτι διαφορετικό"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I go to school/bed/prison/church/the hospital.",
          "translation": "Πάω στο σχολείο/στο κρεβάτι/στη φυλακή/στην εκκλησία/στο νοσοκομείο."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, επισκέπτομαι ένα μέρος για συγκεκριμένο σκοπό"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I clicked the link to go to the next page of the website.",
          "translation": "Πάτησα τη σύνδεση για να πάω στην επόμενη σελίδα του ιστότοπου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω σε μια συγκεκριμένη ιστοσελίδα ή ιστότοπο"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I go for a swim/climb/picnic.",
          "translation": "Πάω (για) κολύμπι/ορειβασία/πικ νικ."
        },
        {
          "text": "I go shopping/fishing/walking/on a walk.",
          "translation": "Πάω για ψώνια/για ψάρεμα/πεζοπορία/για έναν περίπατο."
        },
        {
          "text": "I am going to sleep, good night!",
          "translation": "Πάω να κοιμηθώ, καληνύχτα!"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, συμμετέχω σε δραστηριότητα"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Who did the first prize go to?",
          "translation": "Σε ποιον πήγε το πρώτο βραβείο;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, στέλνω κάτι κάπου"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The time went slowly.",
          "translation": "Η ώρα περνούσε αργά."
        }
      ],
      "glosses": [
        "περνώ, χρησιμοποιείται για να περιγράψει πόσο γρήγορα ή αργά φαίνεται να περνά ο χρόνος"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο",
        "+ επίρρημα/πρόθεση"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "My umbrella has gone.",
          "translation": "Πάει την ομπρέλα μου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, κάτι χάνεται"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Where does this road go?",
          "translation": "Πού πάει/βγάζει αυτός ο δρόμος;"
        },
        {
          "text": "This road doesn’t go anywhere.",
          "translation": "Αυτός ο δρόμος δεν βγαίνει πουθενά."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: lead"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, βγάζω, βγαίνω, οδηγεί σε κάποιο σημείο"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Where does this chair go?",
          "translation": "Που πάει αυτή η καρέκλα;"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: belong"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, κάτι είναι στη θέση του"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Will all these clothes go into one suitcase?",
          "translation": "Θα πάνε όλα αυτά τα ρούχα σε μια βαλίτσα;"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fit"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, κάτι χωράει κάπου"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How did the elections go?",
          "translation": "Πώς πήγαν οι εκλογές;"
        },
        {
          "text": "If all goes well…",
          "translation": "Αν πάνε όλα καλά…"
        },
        {
          "text": "Do not worry, everything will go all right.",
          "translation": "Μην στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά."
        },
        {
          "text": "The situation is not going well there.",
          "translation": "Η κατάσταση δεν πάει καλά εκεί."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, αποβαίνω"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.",
          "translation": "Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης εργοστασίου έγινε αγρότης."
        },
        {
          "text": "The business went from problematic to profitable.",
          "translation": "Η επιχείρηση από προβληματική έγινε κερδοφόρα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "γίνομαι, χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι έχει φτάσει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δεν βρίσκεται πλέον σε μια συγκεκριμένη κατάσταση"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He went mad from anger.",
          "translation": "Έγινε τρελός από θυμό."
        }
      ],
      "glosses": [
        "γίνομαι διαφορετικός με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ειδικά με κακό τρόπο"
      ],
      "raw_tags": [
        "+ επίθετο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How’s work going?",
          "translation": "Πώς πάει η δουλειά;"
        },
        {
          "text": "How’s it going?",
          "translation": "Πώς πάει;"
        },
        {
          "text": "How did it go in London/in the exams?",
          "translation": "Πώς τα πήγες στο Λονδίνο/στις εξετάσεις;"
        },
        {
          "text": "The exams didn’t go well.",
          "translation": "Δεν τα πήγα καλά στης εξετάσεις."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How many times does 5 go into 30?",
          "translation": "Πόσες φορές πάει το 5 στο 30;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, για αριθμούς"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "They go in pairs/in twos.",
          "translation": "Πάνε δύο-δύο."
        },
        {
          "text": "The curtains go with the carpet.",
          "translation": "Οι κουρτίνες πάνε με τα χαλιά."
        },
        {
          "text": "These two colors do not go together.",
          "translation": "Αυτά τα δυο χρώματα δεν πάνε μαζί."
        },
        {
          "text": "Lemon goes in the soup, not vinegar.",
          "translation": "Λεμόνι μπαίνει στη σούπα, όχι ξίδι."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη match"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, ταιριάζω, μπαίνω"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The story goes that…",
          "translation": "Η ιστορία λέει ότι…"
        },
        {
          "text": "As the saying goes…",
          "translation": "Όπως λέει η παροιμία…"
        },
        {
          "text": "I don’t remember how this tune goes.",
          "translation": "Δεν θυμάμαι πώς πάει αυτός ο σκοπός."
        }
      ],
      "glosses": [
        "λέω, πηγαίνω, για να περιγράψει το περιεχόμενο ενός ποιήματος, τραγουδιού ή ιστορίας"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How much of your salary goes to food/rent?",
          "translation": "Πόσα από το μισθό σου πάνε για φαγητό/ενοίκιο;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηγαίνω, ξοδεύω χρήματα"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "He went after three days.",
          "translation": "Ενεργήθηκε ύστερα από τρεις μέρες."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ενεργούμαι, πάω στην τουαλέτα"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο",
        "ανεπίσημο"
      ]
    }
  ],
  "word": "go"
}

Download raw JSONL data for go meaning in English (15.0kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable English dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-07-20 from the elwiktionary dump dated 2025-07-02 using wiktextract (45c4a21 and f1c2b61). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.