"condition" meaning in English

See condition in All languages combined, or Wiktionary

Noun

Forms: condition, condition, conditions
  1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι
    Sense id: el-condition-en-noun-K17c5h8r
  2. η κατάσταση της υγείας κάποιου ή πόσο σε φόρμα είναι
    Sense id: el-condition-en-noun-2vtPwVjy
  3. η κατάσταση, μια ασθένεια ή ένα ιατρικό πρόβλημα
    Sense id: el-condition-en-noun-UySPdz4M
  4. οι συνθήκες, η κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι ζουν, εργάζονται ή κάνουν πράγματα
    Sense id: el-condition-en-noun-7KvK7yZI
  5. οι συνθήκες, η φυσική κατάσταση που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει κάτι
    Sense id: el-condition-en-noun-HJDk21cd
  6. ο όρος, ένας κανόνας ή μια απόφαση με την οποία πρέπει να συμφωνήσω, που μερικές φορές αποτελεί μέρος μιας σύμβασης ή μιας επίσημης συμφωνίας
    Sense id: el-condition-en-noun-C9GyYNxr Categories (other): Νομικοί όροι (αγγλικά)
  7. ο όρος, η προϋπόθεση, οι αναγκαίες συνθήκες, μια κατάσταση που πρέπει να υπάρχει για να συμβεί κάτι άλλο
    Sense id: el-condition-en-noun-4l-S7Zjs
  8. η κατάσταση μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων λόγω της κατάστασής τους στη ζωή, των προβλημάτων τους κτλ.
    Sense id: el-condition-en-noun-8TjgYD2u Categories (other): Επίσημοι όροι (αγγλικά)
  9. η συνθήκη
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms: conditional, precondition, condition-controlled loop, in good condition, in mint condition, interesting condition

Verb

Forms: condition, condition, conditions, conditioned, conditioned, conditioning
  1. συνηθίζω
    Sense id: el-condition-en-verb-~lBKMxdE
{
  "forms": [
    {
      "form": "condition"
    },
    {
      "form": "en-noun-s",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "condition",
      "raw_tags": [
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "form": "conditions",
      "raw_tags": [
        "πληθυντικός"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "conditional"
    },
    {
      "word": "precondition"
    },
    {
      "word": "condition-controlled loop"
    },
    {
      "word": "in good condition"
    },
    {
      "word": "in mint condition"
    },
    {
      "word": "interesting condition"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a car/building in an old but good condition - παλιό αλλά σε καλή κατάσταση αυτοκίνητο/κτίριο"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι"
      ],
      "id": "el-condition-en-noun-K17c5h8r",
      "raw_tags": [
        "μη μετρήσιμο",
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The victim was in very critical condition.",
          "translation": "Το θύμα ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση."
        },
        {
          "text": "My aunt couldn't walk up the stairs in her condition.",
          "translation": "Η θεία μου δεν μπορούσε να ανεβαίνει τις σκάλες στην κατάστασή της."
        }
      ],
      "glosses": [
        "η κατάσταση της υγείας κάποιου ή πόσο σε φόρμα είναι"
      ],
      "id": "el-condition-en-noun-2vtPwVjy",
      "raw_tags": [
        "μη μετρήσιμο",
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Hypnosis is a peculiar condition of the nervous system.",
          "translation": "Η ύπνωση είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση του νευρικού συστήματος."
        }
      ],
      "glosses": [
        "η κατάσταση, μια ασθένεια ή ένα ιατρικό πρόβλημα"
      ],
      "id": "el-condition-en-noun-UySPdz4M"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "living/working conditions - συνθήκες ζωής/εργασίας"
        },
        {
          "text": "the political/economic conditions - οι πολιτικές/οικονομικές συνθήκες"
        },
        {
          "text": "under these conditions - κάτω απ' αυτές τις συνθήκες"
        }
      ],
      "glosses": [
        "οι συνθήκες, η κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι ζουν, εργάζονται ή κάνουν πράγματα"
      ],
      "id": "el-condition-en-noun-7KvK7yZI",
      "raw_tags": [
        "μόνο πληθυντικός"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "weather conditions - καιρικές συνθήκες"
        }
      ],
      "glosses": [
        "οι συνθήκες, η φυσική κατάσταση που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει κάτι"
      ],
      "id": "el-condition-en-noun-HJDk21cd",
      "raw_tags": [
        "μόνο πληθυντικός"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Νομικοί όροι (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "I observe the conditions of an agreement.",
          "translation": "Τηρώ τους όρους μιας συμφωνίας."
        },
        {
          "text": "Would you have me agree under these conditions?",
          "translation": "Θα ήθελες να συμφωνήσω κάτω απ' αυτούς του όρους;"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: clause, provision, stipulation και term"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο όρος, ένας κανόνας ή μια απόφαση με την οποία πρέπει να συμφωνήσω, που μερικές φορές αποτελεί μέρος μιας σύμβασης ή μιας επίσημης συμφωνίας"
      ],
      "id": "el-condition-en-noun-C9GyYNxr",
      "raw_tags": [
        "νομικός όρος"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Environmental protection is a condition for sustainability.",
          "translation": "Η προστασία του περιβάλλοντος είναι προϋπόθεση για την αειφορία."
        },
        {
          "text": "What other planets might have the right conditions for life?",
          "translation": "Ποιοι άλλοι πλανήτες θα μπορούσαν να έχουν τις κατάλληλες συνθήκες/προϋποθέσεις για ζωή;"
        },
        {
          "text": "favorable/unfavorable conditions - ευνοϊκές/δυσμενείς συνθήκες"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: requirement"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο όρος, η προϋπόθεση, οι αναγκαίες συνθήκες, μια κατάσταση που πρέπει να υπάρχει για να συμβεί κάτι άλλο"
      ],
      "id": "el-condition-en-noun-4l-S7Zjs"
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Επίσημοι όροι (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "the condition of public education - η κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη state"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η κατάσταση μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων λόγω της κατάστασής τους στη ζωή, των προβλημάτων τους κτλ."
      ],
      "id": "el-condition-en-noun-8TjgYD2u",
      "raw_tags": [
        "ενικός",
        "επίσημο"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Λογική (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Μαθηματικά (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Προγραμματισμός (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η συνθήκη"
      ],
      "id": "el-condition-en-noun-tKuep2Il",
      "raw_tags": [
        "λογική",
        "μαθηματικά",
        "προγραμματισμός"
      ]
    }
  ],
  "word": "condition"
}

{
  "forms": [
    {
      "form": "condition"
    },
    {
      "form": "en-verb-'ask'",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "condition",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "conditions",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "conditioned",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "conditioned",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "conditioning",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He conditioned his son to get up early.",
          "translation": "Συνήθισε το γιο του να σηκώνεται νωρίς."
        }
      ],
      "glosses": [
        "συνηθίζω"
      ],
      "id": "el-condition-en-verb-~lBKMxdE"
    }
  ],
  "word": "condition"
}
{
  "forms": [
    {
      "form": "condition"
    },
    {
      "form": "en-noun-s",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "condition",
      "raw_tags": [
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "form": "conditions",
      "raw_tags": [
        "πληθυντικός"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "conditional"
    },
    {
      "word": "precondition"
    },
    {
      "word": "condition-controlled loop"
    },
    {
      "word": "in good condition"
    },
    {
      "word": "in mint condition"
    },
    {
      "word": "interesting condition"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a car/building in an old but good condition - παλιό αλλά σε καλή κατάσταση αυτοκίνητο/κτίριο"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι"
      ],
      "raw_tags": [
        "μη μετρήσιμο",
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The victim was in very critical condition.",
          "translation": "Το θύμα ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση."
        },
        {
          "text": "My aunt couldn't walk up the stairs in her condition.",
          "translation": "Η θεία μου δεν μπορούσε να ανεβαίνει τις σκάλες στην κατάστασή της."
        }
      ],
      "glosses": [
        "η κατάσταση της υγείας κάποιου ή πόσο σε φόρμα είναι"
      ],
      "raw_tags": [
        "μη μετρήσιμο",
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Hypnosis is a peculiar condition of the nervous system.",
          "translation": "Η ύπνωση είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση του νευρικού συστήματος."
        }
      ],
      "glosses": [
        "η κατάσταση, μια ασθένεια ή ένα ιατρικό πρόβλημα"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "living/working conditions - συνθήκες ζωής/εργασίας"
        },
        {
          "text": "the political/economic conditions - οι πολιτικές/οικονομικές συνθήκες"
        },
        {
          "text": "under these conditions - κάτω απ' αυτές τις συνθήκες"
        }
      ],
      "glosses": [
        "οι συνθήκες, η κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι ζουν, εργάζονται ή κάνουν πράγματα"
      ],
      "raw_tags": [
        "μόνο πληθυντικός"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "weather conditions - καιρικές συνθήκες"
        }
      ],
      "glosses": [
        "οι συνθήκες, η φυσική κατάσταση που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει κάτι"
      ],
      "raw_tags": [
        "μόνο πληθυντικός"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Νομικοί όροι (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "I observe the conditions of an agreement.",
          "translation": "Τηρώ τους όρους μιας συμφωνίας."
        },
        {
          "text": "Would you have me agree under these conditions?",
          "translation": "Θα ήθελες να συμφωνήσω κάτω απ' αυτούς του όρους;"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: clause, provision, stipulation και term"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο όρος, ένας κανόνας ή μια απόφαση με την οποία πρέπει να συμφωνήσω, που μερικές φορές αποτελεί μέρος μιας σύμβασης ή μιας επίσημης συμφωνίας"
      ],
      "raw_tags": [
        "νομικός όρος"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Environmental protection is a condition for sustainability.",
          "translation": "Η προστασία του περιβάλλοντος είναι προϋπόθεση για την αειφορία."
        },
        {
          "text": "What other planets might have the right conditions for life?",
          "translation": "Ποιοι άλλοι πλανήτες θα μπορούσαν να έχουν τις κατάλληλες συνθήκες/προϋποθέσεις για ζωή;"
        },
        {
          "text": "favorable/unfavorable conditions - ευνοϊκές/δυσμενείς συνθήκες"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: requirement"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο όρος, η προϋπόθεση, οι αναγκαίες συνθήκες, μια κατάσταση που πρέπει να υπάρχει για να συμβεί κάτι άλλο"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Επίσημοι όροι (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "the condition of public education - η κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη state"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η κατάσταση μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων λόγω της κατάστασής τους στη ζωή, των προβλημάτων τους κτλ."
      ],
      "raw_tags": [
        "ενικός",
        "επίσημο"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Λογική (αγγλικά)",
        "Μαθηματικά (αγγλικά)",
        "Προγραμματισμός (αγγλικά)"
      ],
      "glosses": [
        "η συνθήκη"
      ],
      "raw_tags": [
        "λογική",
        "μαθηματικά",
        "προγραμματισμός"
      ]
    }
  ],
  "word": "condition"
}

{
  "forms": [
    {
      "form": "condition"
    },
    {
      "form": "en-verb-'ask'",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "condition",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "conditions",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "conditioned",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "conditioned",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "conditioning",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He conditioned his son to get up early.",
          "translation": "Συνήθισε το γιο του να σηκώνεται νωρίς."
        }
      ],
      "glosses": [
        "συνηθίζω"
      ]
    }
  ],
  "word": "condition"
}

Download raw JSONL data for condition meaning in English (5.5kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable English dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-01 from the elwiktionary dump dated 2025-07-20 using wiktextract (ed078bd and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.