"compromise" meaning in English

See compromise in All languages combined, or Wiktionary

Noun

Forms: compromise, compromise, compromises
  1. ο συμβιβασμός, μια συμφωνία που έγινε μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων στην οποία κάθε πλευρά παραιτείται από κάποια από τα πράγματα που θέλει, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να είναι ευτυχισμένες στο τέλος
    Sense id: el-compromise-en-noun-pDlZr20o
  2. ο συμβιβασμός, μια λύση σε ένα πρόβλημα στο οποίο δύο ή περισσότερα πράγματα δεν μπορούν να υπάρξουν μαζί όπως είναι, στο οποίο κάθε πράγμα μειώνεται ή αλλάζει ελαφρώς ώστε να μπορούν να υπάρχουν μαζί
    Sense id: el-compromise-en-noun-cAyOE~j9
  3. ο συμβιβασμός, η ενέργεια του να συμβιβάζομαι
    Sense id: el-compromise-en-noun-TSlOVF8U

Verb

Forms: compromise, compromise, compromises, compromised, compromised, compromising
  1. συμβιβάζομαι, υποχωρώ σε κάποια σημεία μιας διαπραγμάτευσης ώστε να πετύχω μια συμφωνία
    Sense id: el-compromise-en-verb-qR~iNnjN
  2. συμβιβάζομαι, κάνω κάτι που είναι ενάντια στις αρχές μου· δεν φτάνω τα πρότυπα που έχω θέσει
    Sense id: el-compromise-en-verb-~hnuGOlL
  3. εκθέτω, εκτίθεμαι, διακινδυνεύω, κινδυνεύω ή είμαι ύποπτος για κάτι, ειδικά επειδή ενήργησα με τρόπο που δεν ήταν πολύ λογικό
    Sense id: el-compromise-en-verb-1D8Xjgl4
  4. χαλάω, εκθέτω κάτι σε κίνδυνο επίθεσης ή να λειτουργήσει λιγότερο καλά
    Sense id: el-compromise-en-verb-0BNiyhuh
{
  "forms": [
    {
      "form": "compromise"
    },
    {
      "form": "en-noun-s",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "compromise",
      "raw_tags": [
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "form": "compromises",
      "raw_tags": [
        "πληθυντικός"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "We reached a compromise.",
          "translation": "Φτάσαμε σε συμβιβασμό."
        },
        {
          "text": "He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.",
          "translation": "Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο συμβιβασμός, μια συμφωνία που έγινε μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων στην οποία κάθε πλευρά παραιτείται από κάποια από τα πράγματα που θέλει, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να είναι ευτυχισμένες στο τέλος"
      ],
      "id": "el-compromise-en-noun-pDlZr20o"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He never made compromises in his life.",
          "translation": "Δεν έκανε ποτέ συμβιβασμούς στη ζωή του."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο συμβιβασμός, μια λύση σε ένα πρόβλημα στο οποίο δύο ή περισσότερα πράγματα δεν μπορούν να υπάρξουν μαζί όπως είναι, στο οποίο κάθε πράγμα μειώνεται ή αλλάζει ελαφρώς ώστε να μπορούν να υπάρχουν μαζί"
      ],
      "id": "el-compromise-en-noun-cAyOE~j9"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He shows an inclination for compromise.",
          "translation": "Δείχνει διάθεση συμβιβασμού."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο συμβιβασμός, η ενέργεια του να συμβιβάζομαι"
      ],
      "id": "el-compromise-en-noun-TSlOVF8U",
      "raw_tags": [
        "μη μετρήσιμο"
      ]
    }
  ],
  "word": "compromise"
}

{
  "forms": [
    {
      "form": "compromise"
    },
    {
      "form": "en-verb-'love'",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "compromise",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "compromises",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "compromised",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "compromised",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "compromising",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am willing to compromise with you.",
          "translation": "Είμαι πρόθυμος να συμβιβαστώ μαζί σου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "συμβιβάζομαι, υποχωρώ σε κάποια σημεία μιας διαπραγμάτευσης ώστε να πετύχω μια συμφωνία"
      ],
      "id": "el-compromise-en-verb-qR~iNnjN",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I can’t compromise my conscience.",
          "translation": "Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την συνείδησή μου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "συμβιβάζομαι, κάνω κάτι που είναι ενάντια στις αρχές μου· δεν φτάνω τα πρότυπα που έχω θέσει"
      ],
      "id": "el-compromise-en-verb-~hnuGOlL",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "She compromised herself by going out with him.",
          "translation": "Εκτέθηκε με το να βγει μαζί του."
        },
        {
          "text": "He compromised his reputation.",
          "translation": "Εκτέθηκε την υπόληψή του."
        },
        {
          "text": "I compromised my interests.",
          "translation": "Διακινδύνευσα τα συμφέροντά μου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "εκθέτω, εκτίθεμαι, διακινδυνεύω, κινδυνεύω ή είμαι ύποπτος για κάτι, ειδικά επειδή ενήργησα με τρόπο που δεν ήταν πολύ λογικό"
      ],
      "id": "el-compromise-en-verb-1D8Xjgl4",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Bad maintenance compromises the car.",
          "translation": "Η κακή συντήρηση χαλάει το αυτοκίνητο."
        }
      ],
      "glosses": [
        "χαλάω, εκθέτω κάτι σε κίνδυνο επίθεσης ή να λειτουργήσει λιγότερο καλά"
      ],
      "id": "el-compromise-en-verb-0BNiyhuh",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    }
  ],
  "word": "compromise"
}
{
  "forms": [
    {
      "form": "compromise"
    },
    {
      "form": "en-noun-s",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "compromise",
      "raw_tags": [
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "form": "compromises",
      "raw_tags": [
        "πληθυντικός"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "We reached a compromise.",
          "translation": "Φτάσαμε σε συμβιβασμό."
        },
        {
          "text": "He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.",
          "translation": "Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο συμβιβασμός, μια συμφωνία που έγινε μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων στην οποία κάθε πλευρά παραιτείται από κάποια από τα πράγματα που θέλει, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να είναι ευτυχισμένες στο τέλος"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He never made compromises in his life.",
          "translation": "Δεν έκανε ποτέ συμβιβασμούς στη ζωή του."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο συμβιβασμός, μια λύση σε ένα πρόβλημα στο οποίο δύο ή περισσότερα πράγματα δεν μπορούν να υπάρξουν μαζί όπως είναι, στο οποίο κάθε πράγμα μειώνεται ή αλλάζει ελαφρώς ώστε να μπορούν να υπάρχουν μαζί"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He shows an inclination for compromise.",
          "translation": "Δείχνει διάθεση συμβιβασμού."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο συμβιβασμός, η ενέργεια του να συμβιβάζομαι"
      ],
      "raw_tags": [
        "μη μετρήσιμο"
      ]
    }
  ],
  "word": "compromise"
}

{
  "forms": [
    {
      "form": "compromise"
    },
    {
      "form": "en-verb-'love'",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "compromise",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "compromises",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "compromised",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "compromised",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "compromising",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am willing to compromise with you.",
          "translation": "Είμαι πρόθυμος να συμβιβαστώ μαζί σου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "συμβιβάζομαι, υποχωρώ σε κάποια σημεία μιας διαπραγμάτευσης ώστε να πετύχω μια συμφωνία"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I can’t compromise my conscience.",
          "translation": "Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την συνείδησή μου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "συμβιβάζομαι, κάνω κάτι που είναι ενάντια στις αρχές μου· δεν φτάνω τα πρότυπα που έχω θέσει"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "She compromised herself by going out with him.",
          "translation": "Εκτέθηκε με το να βγει μαζί του."
        },
        {
          "text": "He compromised his reputation.",
          "translation": "Εκτέθηκε την υπόληψή του."
        },
        {
          "text": "I compromised my interests.",
          "translation": "Διακινδύνευσα τα συμφέροντά μου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "εκθέτω, εκτίθεμαι, διακινδυνεύω, κινδυνεύω ή είμαι ύποπτος για κάτι, ειδικά επειδή ενήργησα με τρόπο που δεν ήταν πολύ λογικό"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Bad maintenance compromises the car.",
          "translation": "Η κακή συντήρηση χαλάει το αυτοκίνητο."
        }
      ],
      "glosses": [
        "χαλάω, εκθέτω κάτι σε κίνδυνο επίθεσης ή να λειτουργήσει λιγότερο καλά"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    }
  ],
  "word": "compromise"
}

Download raw JSONL data for compromise meaning in English (4.1kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable English dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-07-20 from the elwiktionary dump dated 2025-07-02 using wiktextract (45c4a21 and f1c2b61). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.