"clear" meaning in English

See clear in All languages combined, or Wiktionary

Adjective

Forms: clear, clear, clearer, clearest
  1. ξεκάθαρος, σαφής, ξεκαθαρίζω, συγκεκριμένος, είναι εύκολα κατανοητό και δεν προκαλεί σύγχυση
    Sense id: el-clear-en-adj-gD5Hf4lm
  2. ξεκάθαρος, καθαρός, ολοφάνερος, χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία
    Sense id: el-clear-en-adj-mLngmlxO
  3. βέβαιος, ξεκαθαρίζω, δεν είμαι μπερδεμένος· δεν έχω καμία αμφιβολία
    Sense id: el-clear-en-adj-dssdcM9-
  4. καθαρός, σκέφτομαι με λογικό τρόπο, ειδικά σε μια δύσκολη κατάσταση
    Sense id: el-clear-en-adj-wpYHlUe7
  5. καθαρός, σαφής, λαγαρός, που είναι εύκολο να δω ή να ακούσω
    Sense id: el-clear-en-adj-rripfA42
  6. διάφανος, που μπορώ να δω μέσα
    Sense id: el-clear-en-adj-326ty8EY
  7. καθαρός, διαυγής, διάφανος, ξάστερος, για τον ουρανό ή τον καιρό χωρίς σύννεφα ή ομίχλη
    Sense id: el-clear-en-adj-7rXJ7p4b
  8. καθαρός, για δέρμα χωρίς κηλίδες ή σημάδια
    Sense id: el-clear-en-adj-f03JVHdD
  9. φωτεινός, για μάτια που είναι φωτεινά και ζωηρά
    Sense id: el-clear-en-adj-0AhoHEku
  10. ελεύθερος, απαλλαγμένος, που είναι απαλλαγμένο από πράγματα που φράζουν το δρόμο ή καλύπτουν την επιφάνεια κάτι
    Sense id: el-clear-en-adj-1UP8~6qj
  11. καθαρός, για συνείδηση, δεν νιώθω ένοχος
    Sense id: el-clear-en-adj-gYi5uruu
  12. απαλλαγμένος, που είναι απαλλαγμένο από κάτι που είναι δυσάρεστο
    Sense id: el-clear-en-adj-nORhjzgG
  13. ολόκληρος
    Sense id: el-clear-en-adj-QDp9tUCW
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms: the coast is clear, all-clear, clearly

Adverb

Forms: clear
  1. μακριά, χωρίς να αγγίζω
    Sense id: el-clear-en-adv-Arnewpl2
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms: keep clear, stay clear, steer clear

Verb

Forms: clear, clear, clears, cleared, cleared, clearing
  1. καθαρίζω, αδειάζω, αφαιρώ από κάτι πράγματα που δεν είναι επιθυμητά ή απαραίτητα
    Sense id: el-clear-en-verb-axnDbfNm
  2. αδειάζω, αναγκάζω τους ανθρώπους να φύγουν από ένα μέρος
    Sense id: el-clear-en-verb-JA5XsCu6
  3. κινούμαι ξανά ελεύθερα· δεν είναι πλέον μπλοκαρισμένο
    Sense id: el-clear-en-verb-FfKvULzq
  4. καθαρίζω, για τον ουρανό ή τον καιρό που γίνεται πιο φωτεινός και χωρίς σύννεφα ή βροχή
    Sense id: el-clear-en-verb-Yn6j~5EF
  5. απαλλάσσω, αθωώνω, αποδεικνύω ότι κάποιος είναι αθώος
    Sense id: el-clear-en-verb-nNvZqBfa
  6. εκτελωνίζω, δίνω επίσημη άδεια για να εξέλθει ή να εισέλθει ένα άτομο, ένα πλοίο, ένα αεροπλάνο ή εμπορεύματα
    Sense id: el-clear-en-verb-KzuMNgKj
  7. βγάζω καθαρά, κερδίζω ένα χρηματικό ποσό ως κέρδος
    Sense id: el-clear-en-verb-qZkJ1r72
  8. πηδάω, περνάω χωρίς να ακουμπήσω
    Sense id: el-clear-en-verb-dsBnWwEC
  9. ξεκαθαρίζω
    Sense id: el-clear-en-verb-FwKt1RMx
{
  "forms": [
    {
      "form": "clear"
    },
    {
      "form": "en-adj-er",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "clear",
      "raw_tags": [
        "θετικός",
        "παραθετικά"
      ]
    },
    {
      "form": "clearer",
      "raw_tags": [
        "παραθετικά",
        "συγκριτικός"
      ]
    },
    {
      "form": "clearest",
      "raw_tags": [
        "υπερθετικός",
        "παραθετικά"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "adj",
  "related": [
    {
      "word": "the coast is clear"
    },
    {
      "word": "all-clear"
    },
    {
      "word": "clearly"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a clear answer - μια ξεκάθαρη απάντηση"
        },
        {
          "text": "He said a clear no.",
          "translation": "Είπε ένα ξεκάθαρο όχι."
        },
        {
          "text": "clear instructions - σαφείς οδηγίες"
        },
        {
          "text": "clear explanation - σαφής εξήγηση"
        },
        {
          "text": "Am I being clear?/Am I making myself clear?",
          "translation": "Γίνομαι σαφής;"
        },
        {
          "text": "I am making myself completely clear.",
          "translation": "Κάνω το νοήμά μου απολύτως σαφές."
        },
        {
          "text": "I want to make things clear right from the start.",
          "translation": "Θέλω να ξεκαθαρίσω τα πράγματα εξαρχής."
        },
        {
          "text": "He wasn’t very clear about what he wanted.",
          "translation": "Δεν ήταν πολύ συγκεκριμένος για το τι ήθελε."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: transparent"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ξεκάθαρος, σαφής, ξεκαθαρίζω, συγκεκριμένος, είναι εύκολα κατανοητό και δεν προκαλεί σύγχυση"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-gD5Hf4lm"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "It’s clear that he doesn’t have money.",
          "translation": "Είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει λεφτά."
        },
        {
          "text": "a clear majority - καθαρή πλειοψηφία"
        },
        {
          "text": "a clear preference - καθαρή προτίμηση"
        },
        {
          "text": "It was clear that…",
          "translation": "Ήταν ολοφάνερο ότι…"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obvious"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ξεκάθαρος, καθαρός, ολοφάνερος, χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-mLngmlxO"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am not completely clear on that point/as to what you want me to do.",
          "translation": "Δεν είμαι απολύτως βέβαιος σ' αυτό το σημείο/όσον αφορά το τι θέλετε να κάνω."
        },
        {
          "text": "I am still not clear on this point.",
          "translation": "Δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα μου αυτό το σημείο."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certain"
        }
      ],
      "glosses": [
        "βέβαιος, ξεκαθαρίζω, δεν είμαι μπερδεμένος· δεν έχω καμία αμφιβολία"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-dssdcM9-"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "clear thinking - καθαρές σκέψεις"
        },
        {
          "text": "a man with a clear mind - άνθρωπος με καθαρή σκέψη"
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρός, σκέφτομαι με λογικό τρόπο, ειδικά σε μια δύσκολη κατάσταση"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-wpYHlUe7"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a clear voice - καθαρή φωνή"
        },
        {
          "text": "There were clear traces of wiretapping found.",
          "translation": "Βρέθηκαν σαφή ίχνη τηλεφωνικών υποκλοπών."
        },
        {
          "text": "the clear water of the stream - το λαγαρό νερό του ρυακιού"
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρός, σαφής, λαγαρός, που είναι εύκολο να δω ή να ακούσω"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-rripfA42"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "clear glass - διάφανο γυαλί"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη transparent"
        }
      ],
      "glosses": [
        "διάφανος, που μπορώ να δω μέσα"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-326ty8EY"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a clear day - καθαρή μέρα"
        },
        {
          "text": "a clear sky - διαυγής/διάφανος ουρανός"
        },
        {
          "text": "a clear night - ξάστερη νύχτα"
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρός, διαυγής, διάφανος, ξάστερος, για τον ουρανό ή τον καιρό χωρίς σύννεφα ή ομίχλη"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-7rXJ7p4b"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "clear skin - καθαρό δέρμα/καθαρή επιδερμίδα"
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρός, για δέρμα χωρίς κηλίδες ή σημάδια"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-f03JVHdD"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "clear eyes - φωτεινά μάτια"
        }
      ],
      "glosses": [
        "φωτεινός, για μάτια που είναι φωτεινά και ζωηρά"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-0AhoHEku"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Is the road clear?",
          "translation": "Είναι ο δρόμος ελεύθερος;"
        },
        {
          "text": "a road clear of snow - δρόμος απαλλαγμένος από χιόνια"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ελεύθερος, απαλλαγμένος, που είναι απαλλαγμένο από πράγματα που φράζουν το δρόμο ή καλύπτουν την επιφάνεια κάτι"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-1UP8~6qj"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I have a clear conscience.",
          "translation": "Έχω καθαρή συνείδηση."
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρός, για συνείδηση, δεν νιώθω ένοχος"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-gYi5uruu"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "clear of debts/errors - απαλλαγμένος από χρέη/λάθη"
        }
      ],
      "glosses": [
        "απαλλαγμένος, που είναι απαλλαγμένο από κάτι που είναι δυσάρεστο"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-nORhjzgG"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "for three clear days - τρεις ολόκληρες ημέρες"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ολόκληρος"
      ],
      "id": "el-clear-en-adj-QDp9tUCW",
      "raw_tags": [
        "μόνο πριν από το ουσιαστικό"
      ]
    }
  ],
  "word": "clear"
}

{
  "forms": [
    {
      "form": "clear"
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "adv",
  "related": [
    {
      "word": "keep clear"
    },
    {
      "word": "stay clear"
    },
    {
      "word": "steer clear"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Stand clear of the doors! (Don’t touch the doors)",
          "translation": "Μακριά από τις πόρτες! (Μην αγγίζετε τις πόρτες)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "μακριά, χωρίς να αγγίζω"
      ],
      "id": "el-clear-en-adv-Arnewpl2"
    }
  ],
  "word": "clear"
}

{
  "forms": [
    {
      "form": "clear"
    },
    {
      "form": "en-verb-'ask'",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "clear",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "clears",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "cleared",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "cleared",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "clearing",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "They cleared the streets of snow.",
          "translation": "Καθάρισαν τους δρόμους από το χιόνι."
        },
        {
          "text": "I picked up the dishes to clear the table.",
          "translation": "Σήκωσα τα πιάτα για να καθαρίσω το τραπέζι."
        },
        {
          "text": "Clear off the table before starting to work.",
          "translation": "Άδειασε το τραπέζι πριν αρχίσεις να δουλεύεις."
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρίζω, αδειάζω, αφαιρώ από κάτι πράγματα που δεν είναι επιθυμητά ή απαραίτητα"
      ],
      "id": "el-clear-en-verb-axnDbfNm",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The Police Commissioner ordered the streets (to) be cleared.",
          "translation": "Ο Διευθυντής της Αστυνομίας διέταξε ν' αδειάσουν οι δρόμοι."
        }
      ],
      "glosses": [
        "αδειάζω, αναγκάζω τους ανθρώπους να φύγουν από ένα μέρος"
      ],
      "id": "el-clear-en-verb-JA5XsCu6",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "She cleared her throat.",
          "translation": "Ξερόβηξε."
        }
      ],
      "glosses": [
        "κινούμαι ξανά ελεύθερα· δεν είναι πλέον μπλοκαρισμένο"
      ],
      "id": "el-clear-en-verb-FfKvULzq",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The sky cleared after the storm.",
          "translation": "Ο ουρανός καθάρισε μετά την καταιγίδα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρίζω, για τον ουρανό ή τον καιρό που γίνεται πιο φωτεινός και χωρίς σύννεφα ή βροχή"
      ],
      "id": "el-clear-en-verb-Yn6j~5EF",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He was cleared of the charge/of all suspicion.",
          "translation": "Απαλλάγη της κατηγορίας/πάσης υποψίας."
        },
        {
          "text": "She was cleared of every charge.",
          "translation": "Αθωώθηκε από κάθε κατηγορία."
        }
      ],
      "glosses": [
        "απαλλάσσω, αθωώνω, αποδεικνύω ότι κάποιος είναι αθώος"
      ],
      "id": "el-clear-en-verb-nNvZqBfa",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The goods have not yet cleared customs.",
          "translation": "Το εμπόρευμα δεν έχει ακόμα εκτελωνιστεί."
        }
      ],
      "glosses": [
        "εκτελωνίζω, δίνω επίσημη άδεια για να εξέλθει ή να εισέλθει ένα άτομο, ένα πλοίο, ένα αεροπλάνο ή εμπορεύματα"
      ],
      "id": "el-clear-en-verb-KzuMNgKj",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How much do you clear a week?",
          "translation": "Πόσα βγάζει καθαρά τη βδομάδα;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "βγάζω καθαρά, κερδίζω ένα χρηματικό ποσό ως κέρδος"
      ],
      "id": "el-clear-en-verb-qZkJ1r72",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The horse cleared the fence easily.",
          "translation": "Το άλογο πήδηξε εύκολα το φράχτη."
        },
        {
          "text": "The car only just cleared the lamppost.",
          "translation": "Το αυτοκίνητο παρά τρίχα να χτυπήσει το φανοστάτη."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηδάω, περνάω χωρίς να ακουμπήσω"
      ],
      "id": "el-clear-en-verb-dsBnWwEC",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "ξεκαθαρίζω"
      ],
      "id": "el-clear-en-verb-FwKt1RMx"
    }
  ],
  "word": "clear"
}
{
  "forms": [
    {
      "form": "clear"
    },
    {
      "form": "en-adj-er",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "clear",
      "raw_tags": [
        "θετικός",
        "παραθετικά"
      ]
    },
    {
      "form": "clearer",
      "raw_tags": [
        "παραθετικά",
        "συγκριτικός"
      ]
    },
    {
      "form": "clearest",
      "raw_tags": [
        "υπερθετικός",
        "παραθετικά"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "adj",
  "related": [
    {
      "word": "the coast is clear"
    },
    {
      "word": "all-clear"
    },
    {
      "word": "clearly"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a clear answer - μια ξεκάθαρη απάντηση"
        },
        {
          "text": "He said a clear no.",
          "translation": "Είπε ένα ξεκάθαρο όχι."
        },
        {
          "text": "clear instructions - σαφείς οδηγίες"
        },
        {
          "text": "clear explanation - σαφής εξήγηση"
        },
        {
          "text": "Am I being clear?/Am I making myself clear?",
          "translation": "Γίνομαι σαφής;"
        },
        {
          "text": "I am making myself completely clear.",
          "translation": "Κάνω το νοήμά μου απολύτως σαφές."
        },
        {
          "text": "I want to make things clear right from the start.",
          "translation": "Θέλω να ξεκαθαρίσω τα πράγματα εξαρχής."
        },
        {
          "text": "He wasn’t very clear about what he wanted.",
          "translation": "Δεν ήταν πολύ συγκεκριμένος για το τι ήθελε."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: transparent"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ξεκάθαρος, σαφής, ξεκαθαρίζω, συγκεκριμένος, είναι εύκολα κατανοητό και δεν προκαλεί σύγχυση"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "It’s clear that he doesn’t have money.",
          "translation": "Είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει λεφτά."
        },
        {
          "text": "a clear majority - καθαρή πλειοψηφία"
        },
        {
          "text": "a clear preference - καθαρή προτίμηση"
        },
        {
          "text": "It was clear that…",
          "translation": "Ήταν ολοφάνερο ότι…"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obvious"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ξεκάθαρος, καθαρός, ολοφάνερος, χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am not completely clear on that point/as to what you want me to do.",
          "translation": "Δεν είμαι απολύτως βέβαιος σ' αυτό το σημείο/όσον αφορά το τι θέλετε να κάνω."
        },
        {
          "text": "I am still not clear on this point.",
          "translation": "Δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα μου αυτό το σημείο."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certain"
        }
      ],
      "glosses": [
        "βέβαιος, ξεκαθαρίζω, δεν είμαι μπερδεμένος· δεν έχω καμία αμφιβολία"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "clear thinking - καθαρές σκέψεις"
        },
        {
          "text": "a man with a clear mind - άνθρωπος με καθαρή σκέψη"
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρός, σκέφτομαι με λογικό τρόπο, ειδικά σε μια δύσκολη κατάσταση"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a clear voice - καθαρή φωνή"
        },
        {
          "text": "There were clear traces of wiretapping found.",
          "translation": "Βρέθηκαν σαφή ίχνη τηλεφωνικών υποκλοπών."
        },
        {
          "text": "the clear water of the stream - το λαγαρό νερό του ρυακιού"
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρός, σαφής, λαγαρός, που είναι εύκολο να δω ή να ακούσω"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "clear glass - διάφανο γυαλί"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη transparent"
        }
      ],
      "glosses": [
        "διάφανος, που μπορώ να δω μέσα"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a clear day - καθαρή μέρα"
        },
        {
          "text": "a clear sky - διαυγής/διάφανος ουρανός"
        },
        {
          "text": "a clear night - ξάστερη νύχτα"
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρός, διαυγής, διάφανος, ξάστερος, για τον ουρανό ή τον καιρό χωρίς σύννεφα ή ομίχλη"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "clear skin - καθαρό δέρμα/καθαρή επιδερμίδα"
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρός, για δέρμα χωρίς κηλίδες ή σημάδια"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "clear eyes - φωτεινά μάτια"
        }
      ],
      "glosses": [
        "φωτεινός, για μάτια που είναι φωτεινά και ζωηρά"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Is the road clear?",
          "translation": "Είναι ο δρόμος ελεύθερος;"
        },
        {
          "text": "a road clear of snow - δρόμος απαλλαγμένος από χιόνια"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ελεύθερος, απαλλαγμένος, που είναι απαλλαγμένο από πράγματα που φράζουν το δρόμο ή καλύπτουν την επιφάνεια κάτι"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I have a clear conscience.",
          "translation": "Έχω καθαρή συνείδηση."
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρός, για συνείδηση, δεν νιώθω ένοχος"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "clear of debts/errors - απαλλαγμένος από χρέη/λάθη"
        }
      ],
      "glosses": [
        "απαλλαγμένος, που είναι απαλλαγμένο από κάτι που είναι δυσάρεστο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "for three clear days - τρεις ολόκληρες ημέρες"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ολόκληρος"
      ],
      "raw_tags": [
        "μόνο πριν από το ουσιαστικό"
      ]
    }
  ],
  "word": "clear"
}

{
  "forms": [
    {
      "form": "clear"
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "adv",
  "related": [
    {
      "word": "keep clear"
    },
    {
      "word": "stay clear"
    },
    {
      "word": "steer clear"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Stand clear of the doors! (Don’t touch the doors)",
          "translation": "Μακριά από τις πόρτες! (Μην αγγίζετε τις πόρτες)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "μακριά, χωρίς να αγγίζω"
      ]
    }
  ],
  "word": "clear"
}

{
  "forms": [
    {
      "form": "clear"
    },
    {
      "form": "en-verb-'ask'",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "clear",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "clears",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "cleared",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "cleared",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "clearing",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "They cleared the streets of snow.",
          "translation": "Καθάρισαν τους δρόμους από το χιόνι."
        },
        {
          "text": "I picked up the dishes to clear the table.",
          "translation": "Σήκωσα τα πιάτα για να καθαρίσω το τραπέζι."
        },
        {
          "text": "Clear off the table before starting to work.",
          "translation": "Άδειασε το τραπέζι πριν αρχίσεις να δουλεύεις."
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρίζω, αδειάζω, αφαιρώ από κάτι πράγματα που δεν είναι επιθυμητά ή απαραίτητα"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The Police Commissioner ordered the streets (to) be cleared.",
          "translation": "Ο Διευθυντής της Αστυνομίας διέταξε ν' αδειάσουν οι δρόμοι."
        }
      ],
      "glosses": [
        "αδειάζω, αναγκάζω τους ανθρώπους να φύγουν από ένα μέρος"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "She cleared her throat.",
          "translation": "Ξερόβηξε."
        }
      ],
      "glosses": [
        "κινούμαι ξανά ελεύθερα· δεν είναι πλέον μπλοκαρισμένο"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The sky cleared after the storm.",
          "translation": "Ο ουρανός καθάρισε μετά την καταιγίδα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "καθαρίζω, για τον ουρανό ή τον καιρό που γίνεται πιο φωτεινός και χωρίς σύννεφα ή βροχή"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He was cleared of the charge/of all suspicion.",
          "translation": "Απαλλάγη της κατηγορίας/πάσης υποψίας."
        },
        {
          "text": "She was cleared of every charge.",
          "translation": "Αθωώθηκε από κάθε κατηγορία."
        }
      ],
      "glosses": [
        "απαλλάσσω, αθωώνω, αποδεικνύω ότι κάποιος είναι αθώος"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The goods have not yet cleared customs.",
          "translation": "Το εμπόρευμα δεν έχει ακόμα εκτελωνιστεί."
        }
      ],
      "glosses": [
        "εκτελωνίζω, δίνω επίσημη άδεια για να εξέλθει ή να εισέλθει ένα άτομο, ένα πλοίο, ένα αεροπλάνο ή εμπορεύματα"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How much do you clear a week?",
          "translation": "Πόσα βγάζει καθαρά τη βδομάδα;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "βγάζω καθαρά, κερδίζω ένα χρηματικό ποσό ως κέρδος"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The horse cleared the fence easily.",
          "translation": "Το άλογο πήδηξε εύκολα το φράχτη."
        },
        {
          "text": "The car only just cleared the lamppost.",
          "translation": "Το αυτοκίνητο παρά τρίχα να χτυπήσει το φανοστάτη."
        }
      ],
      "glosses": [
        "πηδάω, περνάω χωρίς να ακουμπήσω"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "ξεκαθαρίζω"
      ]
    }
  ],
  "word": "clear"
}

Download raw JSONL data for clear meaning in English (9.5kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable English dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-07-20 from the elwiktionary dump dated 2025-07-02 using wiktextract (45c4a21 and f1c2b61). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.