"check" meaning in English

See check in All languages combined, or Wiktionary

Noun

Forms: check, check, checks
Etymology: :ΔΦΑ : /t͡ʃɛk/
  1. ο έλεγχος, μια πράξη του να ελέγχω κάτι για να βεβαιωθώ ότι είναι ασφαλές, σωστό ή σε καλή κατάσταση
    Sense id: el-check-en-noun-90B~BjlI
  2. η επιθεώρηση, η εξέταση
    Sense id: el-check-en-noun-hhs0iYtr
  3. η επιταγή, το τσεκ
    Sense id: el-check-en-noun-VWoAE8Ii
  4. ο λογαριασμός σε ένα εστιατόριο
  5. το νύγμα ()
    Sense id: el-check-en-noun-cnN7gPG8
  6. το σαχ, το ρουά
    Sense id: el-check-en-noun-r3J-RpcZ Categories (other): Σκάκι (αγγλικά)
  7. διακοσμητικό μοτίβο αποτελούμενο από τετράγωνα σε δύο χρώματα, όπως στη σκακιέρα
    Sense id: el-check-en-noun-MMhOO3CD
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms: check constraint, parity check

Verb

Forms: check, check, checks, checked, checked, checking
Etymology: :ΔΦΑ : /t͡ʃɛk/
  1. ελέγχω, εξετάζω, κοιτάζω κάτι για να δω αν είναι σωστό, ασφαλές ή δεκτό
    Sense id: el-check-en-verb-NMIBzDHa
  2. βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, κοιτάζω κάτι ή ζητώ από κάποιον να μάθω αν κάτι ή κάποιος είναι παρόν, σωστό ή αληθινό ή αν κάτι είναι όπως νομίζω ότι είναι
    Sense id: el-check-en-verb-GvKPJLVl
  3. τσεκάρω, κάνω επαλήθευση ονομάτων, αριθμών ή αντικειμένων, συνήθ. από τον κατάλογο όπου αναφέρονται αυτά, βάζοντας δίπλα τους ένα σημαδάκι
    Sense id: el-check-en-verb-NbP1gGq3
  4. συγκρατώ, διατηρώ υπό έλεγχο σταματώντας κάτι να αυξάνεται ή να χειροτερεύει
    Sense id: el-check-en-verb-Ycj-lsex
  5. συγκρατώ, σταματώ τον εαυτό μου από το να πω ή να κάνω κάτι ή να δείξω ένα συγκεκριμένο συναίσθημα
    Sense id: el-check-en-verb-f~-8phcM
  6. αφήνω βαλίτσες ή αποσκευές σε έναν υπάλληλο για να τις βάλει σε αεροπλάνο ή τρένο
The following are not (yet) sense-disambiguated
{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": ":ΔΦΑ : /t͡ʃɛk/",
  "forms": [
    {
      "form": "check"
    },
    {
      "form": "en-noun-s",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "check",
      "raw_tags": [
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "form": "checks",
      "raw_tags": [
        "πληθυντικός"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "check constraint"
    },
    {
      "word": "parity check"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "We make regular checks on the quality of our products.",
          "translation": "Κάνουμε τακτικούς ελέγχους στην ποιότητα των προϊόντων μας."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο έλεγχος, μια πράξη του να ελέγχω κάτι για να βεβαιωθώ ότι είναι ασφαλές, σωστό ή σε καλή κατάσταση"
      ],
      "id": "el-check-en-noun-90B~BjlI"
    },
    {
      "glosses": [
        "η επιθεώρηση, η εξέταση"
      ],
      "id": "el-check-en-noun-hhs0iYtr"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am paying by check.",
          "translation": "Πληρώνω με επιταγή."
        },
        {
          "text": "I will pay by check and not with cash.",
          "translation": "Θα πληρώσει με τσεκ και όχι με μετρητά."
        }
      ],
      "glosses": [
        "η επιταγή, το τσεκ"
      ],
      "id": "el-check-en-noun-VWoAE8Ii"
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Αμερικανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "The check, please.",
          "translation": "Το λογαριασμό, παρακαλώ."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: bill"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο λογαριασμός σε ένα εστιατόριο"
      ],
      "id": "el-check-en-noun-4kTYwSF2",
      "raw_tags": [
        "αμερικανική σημασία"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "το νύγμα ()"
      ],
      "id": "el-check-en-noun-cnN7gPG8"
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Σκάκι (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "checkmate - σαχ ματ/ρουά ματ"
        }
      ],
      "glosses": [
        "το σαχ, το ρουά"
      ],
      "id": "el-check-en-noun-r3J-RpcZ",
      "raw_tags": [
        "σκάκι"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "διακοσμητικό μοτίβο αποτελούμενο από τετράγωνα σε δύο χρώματα, όπως στη σκακιέρα"
      ],
      "id": "el-check-en-noun-MMhOO3CD",
      "raw_tags": [
        "συνήθως στον πληθυντικό"
      ]
    }
  ],
  "word": "check"
}

{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": ":ΔΦΑ : /t͡ʃɛk/",
  "forms": [
    {
      "form": "check"
    },
    {
      "form": "en-verb-'ask'",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "check",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "checks",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "checked",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "checked",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "checking",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He checked his blood pressure.",
          "translation": "Έλεγξε την πίεσή του."
        },
        {
          "text": "We’ll check the quality.",
          "translation": "Θα ελέγξουμε την ποιότητα."
        },
        {
          "text": "They checked the passengers’ luggage.",
          "translation": "Έλεγξαν τις αποσκευές επιβατών."
        },
        {
          "text": "I will check your story/the numbers.",
          "translation": "Θα ελέγξω την ιστορία σου/τους αριθμούς."
        },
        {
          "text": "He bought the goods without checking their quality.",
          "translation": "Αγόρασε τα εμπορεύματα χωρίς να εξετάσει την ποιότητά τους."
        },
        {
          "text": "Check this document, please.",
          "translation": "Κοίταξε, σε παρακαλώ, αυτό το έγγραφο."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη examine"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ελέγχω, εξετάζω, κοιτάζω κάτι για να δω αν είναι σωστό, ασφαλές ή δεκτό"
      ],
      "id": "el-check-en-verb-NMIBzDHa",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Check that the door is locked.",
          "translation": "Βεβαιώσου ότι η πόρτα είναι κλειδωμένη."
        },
        {
          "text": "Before you go, check that all lights are off.",
          "translation": "Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι όλα τα φώτα είναι κλειστά."
        },
        {
          "text": "Check if there are any letters for me.",
          "translation": "Κοίτα αν υπάρχουν γράμματα για μένα."
        },
        {
          "text": "Check who’s here!",
          "translation": "Κοίτα ποιος είναι εδώ!"
        },
        {
          "text": "I’ll check it later.",
          "translation": "Θα το κοιτάξω αργότερα."
        },
        {
          "text": "He checked the price.",
          "translation": "Ζήτησε να μάθει τη τιμή."
        }
      ],
      "glosses": [
        "βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, κοιτάζω κάτι ή ζητώ από κάποιον να μάθω αν κάτι ή κάποιος είναι παρόν, σωστό ή αληθινό ή αν κάτι είναι όπως νομίζω ότι είναι"
      ],
      "id": "el-check-en-verb-GvKPJLVl",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Check all the items on the list.",
          "translation": "Τσεκάρισε όλα τα πράγματα στον κατάλογο."
        }
      ],
      "glosses": [
        "τσεκάρω, κάνω επαλήθευση ονομάτων, αριθμών ή αντικειμένων, συνήθ. από τον κατάλογο όπου αναφέρονται αυτά, βάζοντας δίπλα τους ένα σημαδάκι"
      ],
      "id": "el-check-en-verb-NbP1gGq3",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The government must check the growth in inflation.",
          "translation": "Η κυβέρνηση πρέπει να συγκρατήσει τον πληθωρισμό."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη curb"
        }
      ],
      "glosses": [
        "συγκρατώ, διατηρώ υπό έλεγχο σταματώντας κάτι να αυξάνεται ή να χειροτερεύει"
      ],
      "id": "el-check-en-verb-Ycj-lsex",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am checking my anger.",
          "translation": "Συγκρατώ το θυμό μου."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: keep in check"
        }
      ],
      "glosses": [
        "συγκρατώ, σταματώ τον εαυτό μου από το να πω ή να κάνω κάτι ή να δείξω ένα συγκεκριμένο συναίσθημα"
      ],
      "id": "el-check-en-verb-f~-8phcM",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Αμερικανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "charges for additional checked baggage - χρεώσεις για επιπλέον παραδοτέες αποσκευές"
        }
      ],
      "glosses": [
        "αφήνω βαλίτσες ή αποσκευές σε έναν υπάλληλο για να τις βάλει σε αεροπλάνο ή τρένο"
      ],
      "id": "el-check-en-verb-APgDJ7mo",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό",
        "αμερικανική σημασία"
      ]
    }
  ],
  "word": "check"
}
{
  "categories": [
    "Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)"
  ],
  "etymology_text": ":ΔΦΑ : /t͡ʃɛk/",
  "forms": [
    {
      "form": "check"
    },
    {
      "form": "en-noun-s",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "check",
      "raw_tags": [
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "form": "checks",
      "raw_tags": [
        "πληθυντικός"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "check constraint"
    },
    {
      "word": "parity check"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "We make regular checks on the quality of our products.",
          "translation": "Κάνουμε τακτικούς ελέγχους στην ποιότητα των προϊόντων μας."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο έλεγχος, μια πράξη του να ελέγχω κάτι για να βεβαιωθώ ότι είναι ασφαλές, σωστό ή σε καλή κατάσταση"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "η επιθεώρηση, η εξέταση"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am paying by check.",
          "translation": "Πληρώνω με επιταγή."
        },
        {
          "text": "I will pay by check and not with cash.",
          "translation": "Θα πληρώσει με τσεκ και όχι με μετρητά."
        }
      ],
      "glosses": [
        "η επιταγή, το τσεκ"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Αμερικανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "The check, please.",
          "translation": "Το λογαριασμό, παρακαλώ."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: bill"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο λογαριασμός σε ένα εστιατόριο"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμερικανική σημασία"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "το νύγμα ()"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Σκάκι (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "checkmate - σαχ ματ/ρουά ματ"
        }
      ],
      "glosses": [
        "το σαχ, το ρουά"
      ],
      "raw_tags": [
        "σκάκι"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "διακοσμητικό μοτίβο αποτελούμενο από τετράγωνα σε δύο χρώματα, όπως στη σκακιέρα"
      ],
      "raw_tags": [
        "συνήθως στον πληθυντικό"
      ]
    }
  ],
  "word": "check"
}

{
  "categories": [
    "Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)"
  ],
  "etymology_text": ":ΔΦΑ : /t͡ʃɛk/",
  "forms": [
    {
      "form": "check"
    },
    {
      "form": "en-verb-'ask'",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "check",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "checks",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "checked",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "checked",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "checking",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He checked his blood pressure.",
          "translation": "Έλεγξε την πίεσή του."
        },
        {
          "text": "We’ll check the quality.",
          "translation": "Θα ελέγξουμε την ποιότητα."
        },
        {
          "text": "They checked the passengers’ luggage.",
          "translation": "Έλεγξαν τις αποσκευές επιβατών."
        },
        {
          "text": "I will check your story/the numbers.",
          "translation": "Θα ελέγξω την ιστορία σου/τους αριθμούς."
        },
        {
          "text": "He bought the goods without checking their quality.",
          "translation": "Αγόρασε τα εμπορεύματα χωρίς να εξετάσει την ποιότητά τους."
        },
        {
          "text": "Check this document, please.",
          "translation": "Κοίταξε, σε παρακαλώ, αυτό το έγγραφο."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη examine"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ελέγχω, εξετάζω, κοιτάζω κάτι για να δω αν είναι σωστό, ασφαλές ή δεκτό"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Check that the door is locked.",
          "translation": "Βεβαιώσου ότι η πόρτα είναι κλειδωμένη."
        },
        {
          "text": "Before you go, check that all lights are off.",
          "translation": "Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι όλα τα φώτα είναι κλειστά."
        },
        {
          "text": "Check if there are any letters for me.",
          "translation": "Κοίτα αν υπάρχουν γράμματα για μένα."
        },
        {
          "text": "Check who’s here!",
          "translation": "Κοίτα ποιος είναι εδώ!"
        },
        {
          "text": "I’ll check it later.",
          "translation": "Θα το κοιτάξω αργότερα."
        },
        {
          "text": "He checked the price.",
          "translation": "Ζήτησε να μάθει τη τιμή."
        }
      ],
      "glosses": [
        "βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, κοιτάζω κάτι ή ζητώ από κάποιον να μάθω αν κάτι ή κάποιος είναι παρόν, σωστό ή αληθινό ή αν κάτι είναι όπως νομίζω ότι είναι"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Check all the items on the list.",
          "translation": "Τσεκάρισε όλα τα πράγματα στον κατάλογο."
        }
      ],
      "glosses": [
        "τσεκάρω, κάνω επαλήθευση ονομάτων, αριθμών ή αντικειμένων, συνήθ. από τον κατάλογο όπου αναφέρονται αυτά, βάζοντας δίπλα τους ένα σημαδάκι"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The government must check the growth in inflation.",
          "translation": "Η κυβέρνηση πρέπει να συγκρατήσει τον πληθωρισμό."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη curb"
        }
      ],
      "glosses": [
        "συγκρατώ, διατηρώ υπό έλεγχο σταματώντας κάτι να αυξάνεται ή να χειροτερεύει"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "I am checking my anger.",
          "translation": "Συγκρατώ το θυμό μου."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: keep in check"
        }
      ],
      "glosses": [
        "συγκρατώ, σταματώ τον εαυτό μου από το να πω ή να κάνω κάτι ή να δείξω ένα συγκεκριμένο συναίσθημα"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Αμερικανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "charges for additional checked baggage - χρεώσεις για επιπλέον παραδοτέες αποσκευές"
        }
      ],
      "glosses": [
        "αφήνω βαλίτσες ή αποσκευές σε έναν υπάλληλο για να τις βάλει σε αεροπλάνο ή τρένο"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό",
        "αμερικανική σημασία"
      ]
    }
  ],
  "word": "check"
}

Download raw JSONL data for check meaning in English (6.5kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable English dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-18 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (0c45963 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.