"charge" meaning in English

See charge in All languages combined, or Wiktionary

Noun

IPA: t͡ʃɑːd͡ʒ, t͡ʃɑɹd͡ʒ Forms: charge, charge, charges
Etymology: : charge < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chargen < παλαιά γαλλική chargier < λατινική carricare < carrus
  1. η επιβάρυνση, η δαπάνη, το χρηματικό ποσό που ζητά κάποιος για αγαθά και υπηρεσίες
    Sense id: el-charge-en-noun--vok1u3t
  2. υπεύθυνος, η θέση της εξουσίας πάνω σε κάποιον ή κάτι· η ευθύνη για κάποιον ή κάτι
    Sense id: el-charge-en-noun-CKOryDcM
  3. η κατηγορία, η μήνυση, επίσημος ισχυρισμός της αστυνομίας ότι κάποιος έχει διαπράξει έγκλημα
    Sense id: el-charge-en-noun-f7YK7uKp
  4. το ηλεκτρικό φορτίο
    Sense id: el-charge-en-noun-YFe6Ksio
  5. η επέλαση, η έφοδος
    Sense id: el-charge-en-noun-LLrisUVO
  6. αντικείμενο που παριστάνεται σε ένα οικόσημο
    Sense id: el-charge-en-noun-BDJDXNjT Categories (other): Εραλδική (αγγλικά)
The following are not (yet) sense-disambiguated
Synonyms: count Related terms: charge-off, color charge, colour charge, cover charge, electric charge, finance charge, free of charge, in charge, take charge

Verb

IPA: t͡ʃɑːd͡ʒ, t͡ʃɑɹd͡ʒ Forms: charge, charge, charges, charged, charged, charging
Etymology: : charge < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chargen < παλαιά γαλλική chargier < λατινική carricare < carrus
  1. χρεώνω, παίρνω, ζητώ ένα χρηματικό ποσό για αγαθά ή υπηρεσία
    Sense id: el-charge-en-verb-HwvIvj0W
  2. χρεώνω, βάζω το κόστος κάτι ως ένα ποσό που κάποιος πρέπει να πληρώσει
    Sense id: el-charge-en-verb-cvk~i2jI
  3. φορτίζω, φορτώνω, η φόρτιση, το φόρτωμα, εφοδιάζω μια μπαταρία, ένα συσσωρευτή κτλ. με ηλεκτρικό φορτίο
    Sense id: el-charge-en-verb-ysAU4BCd
  4. κατηγορώ επίσημα κάποιον για έγκλημα, ώστε να υπάρξει δίκη στο δικαστήριο
    Sense id: el-charge-en-verb-oaxB-5VI
  5. επιτίθεμαι, ορμώ, χυμάω, επελαύνω, ορμάω μπροστά και επιτίθεμαι σε κάποιον ή κάτι
    Sense id: el-charge-en-verb-EY~gaWpN
  6. ορμώ προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    Sense id: el-charge-en-verb-mM7gnplK
  7. αναθέτω ένα καθήκον, μια αρμοδιότητα
    Sense id: el-charge-en-verb-6FyFrOdR Categories (other): Επίσημοι όροι (αγγλικά)
  8. φορτίζω, γεμίζω κάποιον με ένα συναίσθημα
    Sense id: el-charge-en-verb--lA-px2M Categories (other): Λογοτεχνικό ύφος (αγγλικά)
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms: discharge, surcharge, charge down, charger, charge up, double-charge, overcharge, recharge, undercharge

Inflected forms

{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": ": charge < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chargen < παλαιά γαλλική chargier < λατινική carricare < carrus",
  "forms": [
    {
      "form": "charge"
    },
    {
      "form": "en-noun-s",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "charge",
      "raw_tags": [
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "form": "charges",
      "raw_tags": [
        "πληθυντικός"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "charge-off"
    },
    {
      "word": "color charge"
    },
    {
      "word": "colour charge"
    },
    {
      "word": "cover charge"
    },
    {
      "word": "electric charge"
    },
    {
      "word": "finance charge"
    },
    {
      "word": "free of charge"
    },
    {
      "word": "in charge"
    },
    {
      "word": "take charge"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "free of charge - χωρίς επιβάρυνση"
        },
        {
          "text": "for a small charge - έναντι μικρής δαπάνης"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η επιβάρυνση, η δαπάνη, το χρηματικό ποσό που ζητά κάποιος για αγαθά και υπηρεσίες"
      ],
      "id": "el-charge-en-noun--vok1u3t",
      "raw_tags": [
        "μετρήσιμο και μη μετρήσιμο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Who is in charge of this store?",
          "translation": "Ποιος είναι υπεύθυνος σ' αυτό το μαγαζί;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "υπεύθυνος, η θέση της εξουσίας πάνω σε κάποιον ή κάτι· η ευθύνη για κάποιον ή κάτι"
      ],
      "id": "el-charge-en-noun-CKOryDcM",
      "raw_tags": [
        "μη μετρήσιμο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "She was cleared of every charge.",
          "translation": "Αθωώθηκε από κάθε κατηγορία."
        },
        {
          "text": "The plaintiff eventually withdrew the charge.",
          "translation": "Ο ενάγων τελικά απέσυρε τη μήνυση."
        }
      ],
      "glosses": [
        "η κατηγορία, η μήνυση, επίσημος ισχυρισμός της αστυνομίας ότι κάποιος έχει διαπράξει έγκλημα"
      ],
      "id": "el-charge-en-noun-f7YK7uKp",
      "raw_tags": [
        "μετρήσιμο και μη μετρήσιμο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a positive/negative electric charge - Θετικό/αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο"
        }
      ],
      "glosses": [
        "το ηλεκτρικό φορτίο"
      ],
      "id": "el-charge-en-noun-YFe6Ksio",
      "raw_tags": [
        "μετρήσιμο και μη μετρήσιμο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a cavalry charge - επέλαση/έφοδος ιππικού"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η επέλαση, η έφοδος"
      ],
      "id": "el-charge-en-noun-LLrisUVO"
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Εραλδική (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "glosses": [
        "αντικείμενο που παριστάνεται σε ένα οικόσημο"
      ],
      "id": "el-charge-en-noun-BDJDXNjT",
      "raw_tags": [
        "εραλδική"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "ipa": "t͡ʃɑːd͡ʒ"
    },
    {
      "ipa": "t͡ʃɑɹd͡ʒ"
    }
  ],
  "synonyms": [
    {
      "word": "count"
    }
  ],
  "word": "charge"
}

{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": ": charge < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chargen < παλαιά γαλλική chargier < λατινική carricare < carrus",
  "forms": [
    {
      "form": "charge"
    },
    {
      "form": "en-verb-'love'",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "charge",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "charges",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "charged",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "charged",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "charging",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "related": [
    {
      "word": "discharge"
    },
    {
      "word": "surcharge"
    },
    {
      "word": "charge down"
    },
    {
      "word": "charger"
    },
    {
      "word": "charge up"
    },
    {
      "word": "double-charge"
    },
    {
      "word": "overcharge"
    },
    {
      "word": "recharge"
    },
    {
      "word": "undercharge"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How much do you charge to fix a pair of shoes?",
          "translation": "Πόσο χρεώνετε/παίρνετε για να διορθώσετε ένα ζευγάρι παπούτσια;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "χρεώνω, παίρνω, ζητώ ένα χρηματικό ποσό για αγαθά ή υπηρεσία"
      ],
      "id": "el-charge-en-verb-HwvIvj0W",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Charge it to my account.",
          "translation": "Χρέωσέ το (Βάλτο) στο λογαριασμό μου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "χρεώνω, βάζω το κόστος κάτι ως ένα ποσό που κάποιος πρέπει να πληρώσει"
      ],
      "id": "el-charge-en-verb-cvk~i2jI",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The generator is charging the car battery.",
          "translation": "Το δυναμό φορτίζει την μπαταρία του αυτοκινήτου."
        },
        {
          "text": "I charged the battery.",
          "translation": "Φόρτισα την μπαταρία."
        },
        {
          "text": "The battery needs charging.",
          "translation": "Η μπαταρία χρειάζεται φόρτιση/φόρτωμα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "φορτίζω, φορτώνω, η φόρτιση, το φόρτωμα, εφοδιάζω μια μπαταρία, ένα συσσωρευτή κτλ. με ηλεκτρικό φορτίο"
      ],
      "id": "el-charge-en-verb-ysAU4BCd",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He was charged with murder/with stealing the money.",
          "translation": "Κατηγορήθηκε για φόνο/ότι έκλεψε τα χρήματα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "κατηγορώ επίσημα κάποιον για έγκλημα, ώστε να υπάρξει δίκη στο δικαστήριο"
      ],
      "id": "el-charge-en-verb-oaxB-5VI",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Our soldiers charged (at) the enemy.",
          "translation": "Οι στρατιώτες μας επιτέθηκαν κατά του εχθρού."
        },
        {
          "text": "The bull charged at me.",
          "translation": "Ο ταύρος όρμησε εναντίον μου."
        },
        {
          "text": "The lion charged at me.",
          "translation": "Το λιοντάρι χύμηξε επάνω μου."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη attack"
        }
      ],
      "glosses": [
        "επιτίθεμαι, ορμώ, χυμάω, επελαύνω, ορμάω μπροστά και επιτίθεμαι σε κάποιον ή κάτι"
      ],
      "id": "el-charge-en-verb-EY~gaWpN",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He charged out of the room.",
          "translation": "Όρμησε έξω από το δωμάτιο."
        },
        {
          "text": "She charged down the hill.",
          "translation": "Όρμησε κάτω στο λόφο."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ορμώ προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση"
      ],
      "id": "el-charge-en-verb-mM7gnplK",
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Επίσημοι όροι (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "He was charged with an important mission.",
          "translation": "Του ανατέθηκε μια σημαντική αποστολή."
        }
      ],
      "glosses": [
        "αναθέτω ένα καθήκον, μια αρμοδιότητα"
      ],
      "id": "el-charge-en-verb-6FyFrOdR",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό",
        "επίσημο",
        "συνήθως στην παθητική φωνή"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Λογοτεχνικό ύφος (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "The atmosphere/the discussion was dangerously charged.",
          "translation": "Η ατμόσφαιρα/η συζήτηση φορτίστηκε επικίνδυνα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "φορτίζω, γεμίζω κάποιον με ένα συναίσθημα"
      ],
      "id": "el-charge-en-verb--lA-px2M",
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό",
        "λογοτεχνικό",
        "συνήθως στην παθητική φωνή"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "ipa": "t͡ʃɑːd͡ʒ"
    },
    {
      "ipa": "t͡ʃɑɹd͡ʒ"
    }
  ],
  "word": "charge"
}
{
  "categories": [
    "Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)"
  ],
  "etymology_text": ": charge < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chargen < παλαιά γαλλική chargier < λατινική carricare < carrus",
  "forms": [
    {
      "form": "charge"
    },
    {
      "form": "en-noun-s",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "charge",
      "raw_tags": [
        "ενικός"
      ]
    },
    {
      "form": "charges",
      "raw_tags": [
        "πληθυντικός"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "charge-off"
    },
    {
      "word": "color charge"
    },
    {
      "word": "colour charge"
    },
    {
      "word": "cover charge"
    },
    {
      "word": "electric charge"
    },
    {
      "word": "finance charge"
    },
    {
      "word": "free of charge"
    },
    {
      "word": "in charge"
    },
    {
      "word": "take charge"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "free of charge - χωρίς επιβάρυνση"
        },
        {
          "text": "for a small charge - έναντι μικρής δαπάνης"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η επιβάρυνση, η δαπάνη, το χρηματικό ποσό που ζητά κάποιος για αγαθά και υπηρεσίες"
      ],
      "raw_tags": [
        "μετρήσιμο και μη μετρήσιμο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Who is in charge of this store?",
          "translation": "Ποιος είναι υπεύθυνος σ' αυτό το μαγαζί;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "υπεύθυνος, η θέση της εξουσίας πάνω σε κάποιον ή κάτι· η ευθύνη για κάποιον ή κάτι"
      ],
      "raw_tags": [
        "μη μετρήσιμο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "She was cleared of every charge.",
          "translation": "Αθωώθηκε από κάθε κατηγορία."
        },
        {
          "text": "The plaintiff eventually withdrew the charge.",
          "translation": "Ο ενάγων τελικά απέσυρε τη μήνυση."
        }
      ],
      "glosses": [
        "η κατηγορία, η μήνυση, επίσημος ισχυρισμός της αστυνομίας ότι κάποιος έχει διαπράξει έγκλημα"
      ],
      "raw_tags": [
        "μετρήσιμο και μη μετρήσιμο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a positive/negative electric charge - Θετικό/αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο"
        }
      ],
      "glosses": [
        "το ηλεκτρικό φορτίο"
      ],
      "raw_tags": [
        "μετρήσιμο και μη μετρήσιμο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a cavalry charge - επέλαση/έφοδος ιππικού"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η επέλαση, η έφοδος"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Εραλδική (αγγλικά)"
      ],
      "glosses": [
        "αντικείμενο που παριστάνεται σε ένα οικόσημο"
      ],
      "raw_tags": [
        "εραλδική"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "ipa": "t͡ʃɑːd͡ʒ"
    },
    {
      "ipa": "t͡ʃɑɹd͡ʒ"
    }
  ],
  "synonyms": [
    {
      "word": "count"
    }
  ],
  "word": "charge"
}

{
  "categories": [
    "Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)",
    "Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)"
  ],
  "etymology_text": ": charge < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chargen < παλαιά γαλλική chargier < λατινική carricare < carrus",
  "forms": [
    {
      "form": "charge"
    },
    {
      "form": "en-verb-'love'",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "charge",
      "raw_tags": [
        "ενεστώτας"
      ]
    },
    {
      "form": "charges",
      "raw_tags": [
        "γ΄ ενικό ενεστώτα"
      ]
    },
    {
      "form": "charged",
      "raw_tags": [
        "αόριστος"
      ]
    },
    {
      "form": "charged",
      "raw_tags": [
        "παθητική μετοχή"
      ]
    },
    {
      "form": "charging",
      "raw_tags": [
        "ενεργητική μετοχή"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "related": [
    {
      "word": "discharge"
    },
    {
      "word": "surcharge"
    },
    {
      "word": "charge down"
    },
    {
      "word": "charger"
    },
    {
      "word": "charge up"
    },
    {
      "word": "double-charge"
    },
    {
      "word": "overcharge"
    },
    {
      "word": "recharge"
    },
    {
      "word": "undercharge"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "How much do you charge to fix a pair of shoes?",
          "translation": "Πόσο χρεώνετε/παίρνετε για να διορθώσετε ένα ζευγάρι παπούτσια;"
        }
      ],
      "glosses": [
        "χρεώνω, παίρνω, ζητώ ένα χρηματικό ποσό για αγαθά ή υπηρεσία"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Charge it to my account.",
          "translation": "Χρέωσέ το (Βάλτο) στο λογαριασμό μου."
        }
      ],
      "glosses": [
        "χρεώνω, βάζω το κόστος κάτι ως ένα ποσό που κάποιος πρέπει να πληρώσει"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "The generator is charging the car battery.",
          "translation": "Το δυναμό φορτίζει την μπαταρία του αυτοκινήτου."
        },
        {
          "text": "I charged the battery.",
          "translation": "Φόρτισα την μπαταρία."
        },
        {
          "text": "The battery needs charging.",
          "translation": "Η μπαταρία χρειάζεται φόρτιση/φόρτωμα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "φορτίζω, φορτώνω, η φόρτιση, το φόρτωμα, εφοδιάζω μια μπαταρία, ένα συσσωρευτή κτλ. με ηλεκτρικό φορτίο"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He was charged with murder/with stealing the money.",
          "translation": "Κατηγορήθηκε για φόνο/ότι έκλεψε τα χρήματα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "κατηγορώ επίσημα κάποιον για έγκλημα, ώστε να υπάρξει δίκη στο δικαστήριο"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "Our soldiers charged (at) the enemy.",
          "translation": "Οι στρατιώτες μας επιτέθηκαν κατά του εχθρού."
        },
        {
          "text": "The bull charged at me.",
          "translation": "Ο ταύρος όρμησε εναντίον μου."
        },
        {
          "text": "The lion charged at me.",
          "translation": "Το λιοντάρι χύμηξε επάνω μου."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη attack"
        }
      ],
      "glosses": [
        "επιτίθεμαι, ορμώ, χυμάω, επελαύνω, ορμάω μπροστά και επιτίθεμαι σε κάποιον ή κάτι"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό και αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He charged out of the room.",
          "translation": "Όρμησε έξω από το δωμάτιο."
        },
        {
          "text": "She charged down the hill.",
          "translation": "Όρμησε κάτω στο λόφο."
        }
      ],
      "glosses": [
        "ορμώ προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση"
      ],
      "raw_tags": [
        "αμετάβατο"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Επίσημοι όροι (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "He was charged with an important mission.",
          "translation": "Του ανατέθηκε μια σημαντική αποστολή."
        }
      ],
      "glosses": [
        "αναθέτω ένα καθήκον, μια αρμοδιότητα"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό",
        "επίσημο",
        "συνήθως στην παθητική φωνή"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Λογοτεχνικό ύφος (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "The atmosphere/the discussion was dangerously charged.",
          "translation": "Η ατμόσφαιρα/η συζήτηση φορτίστηκε επικίνδυνα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "φορτίζω, γεμίζω κάποιον με ένα συναίσθημα"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταβατικό",
        "λογοτεχνικό",
        "συνήθως στην παθητική φωνή"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "ipa": "t͡ʃɑːd͡ʒ"
    },
    {
      "ipa": "t͡ʃɑɹd͡ʒ"
    }
  ],
  "word": "charge"
}

Download raw JSONL data for charge meaning in English (7.8kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable English dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-15 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (fb173d2 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.