"ὕψωμα" meaning in Ancient Greek

See ὕψωμα in All languages combined, or Wiktionary

Noun

Forms: ὕψωμα
Etymology: : ὕψωμα < ὑψόω + -μα < αρχαία ελληνική ὕψος
  1. το ύψωμα, τα ύψη
    Sense id: el-ὕψωμα-grc-noun-81Zn8BlF
  2. το πιο υψωμένο σημείο/περιοχή
    Sense id: el-ὕψωμα-grc-noun-IvLqJH1k
  3. η ύψωση αστερισμών και ουρανίων σωμάτων
    Sense id: el-ὕψωμα-grc-noun-MXcDmmTL Categories (other): Αστρονομία (ελληνιστική κοινή)
  4. ηθική εξύψωση με τη μεταφορική έννοια
    Sense id: el-ὕψωμα-grc-noun-4~tNQd8L
The following are not (yet) sense-disambiguated
Synonyms: ὕψωσις Related terms: ὕψι, ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος, ὑψί, ὑψόσε, ὑψού, ὑψηλός, ὑψόω
{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Λέξεις με επίθημα -μα (ελληνιστική κοινή)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": ": ὕψωμα < ὑψόω + -μα < αρχαία ελληνική ὕψος",
  "forms": [
    {
      "form": "ὕψωμα",
      "raw_tags": [
        "ουδέτερο"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "ὕψι"
    },
    {
      "word": "ὑψίων"
    },
    {
      "word": "ὑψίτερος"
    },
    {
      "word": "ὕψιστος"
    },
    {
      "word": "ὑψί"
    },
    {
      "word": "ὑψόσε"
    },
    {
      "word": "ὑψού"
    },
    {
      "word": "ὑψηλός"
    },
    {
      "word": "ὑψόω"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι φθονέει"
        }
      ],
      "glosses": [
        "το ύψωμα, τα ύψη"
      ],
      "id": "el-ὕψωμα-grc-noun-81Zn8BlF",
      "raw_tags": [
        "ελληνιστική κοινή"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "το ὕψωμα της ρινός (Γαληνός)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "το πιο υψωμένο σημείο/περιοχή"
      ],
      "id": "el-ὕψωμα-grc-noun-IvLqJH1k",
      "raw_tags": [
        "ελληνιστική κοινή"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Αστρονομία (ελληνιστική κοινή)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "≠ αντώνυμα: ταπείνωμα"
        },
        {
          "text": "※ ἔφη σὺ δέδιας μὴ καθάπερ Αἰγύπτιοι τοὺς ἀστέρας ὑψώματα καὶ ταπεινώματα λαμβάνοντας ἐν τοῖς τόποις οὓς διεξίασι γίγνεσθαι (Πλούταρχος)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η ύψωση αστερισμών και ουρανίων σωμάτων"
      ],
      "id": "el-ὕψωμα-grc-noun-MXcDmmTL",
      "raw_tags": [
        "ελληνιστική κοινή",
        "αστρονομία"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "※ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ τῷ λόγῳ χωρήσωμεν, καθαιροῦντες αὐτῶν πᾶν ὕψωμα διανοίας ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ (Επιστολαί, Βασιλείου Καισαρείας)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ηθική εξύψωση με τη μεταφορική έννοια"
      ],
      "id": "el-ὕψωμα-grc-noun-4~tNQd8L",
      "raw_tags": [
        "ελληνιστική κοινή",
        "μεταγενέστερα"
      ]
    }
  ],
  "synonyms": [
    {
      "word": "ὕψωσις"
    }
  ],
  "word": "ὕψωμα"
}
{
  "categories": [
    "Λέξεις με επίθημα -μα (ελληνιστική κοινή)"
  ],
  "etymology_text": ": ὕψωμα < ὑψόω + -μα < αρχαία ελληνική ὕψος",
  "forms": [
    {
      "form": "ὕψωμα",
      "raw_tags": [
        "ουδέτερο"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "ὕψι"
    },
    {
      "word": "ὑψίων"
    },
    {
      "word": "ὑψίτερος"
    },
    {
      "word": "ὕψιστος"
    },
    {
      "word": "ὑψί"
    },
    {
      "word": "ὑψόσε"
    },
    {
      "word": "ὑψού"
    },
    {
      "word": "ὑψηλός"
    },
    {
      "word": "ὑψόω"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι φθονέει"
        }
      ],
      "glosses": [
        "το ύψωμα, τα ύψη"
      ],
      "raw_tags": [
        "ελληνιστική κοινή"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "το ὕψωμα της ρινός (Γαληνός)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "το πιο υψωμένο σημείο/περιοχή"
      ],
      "raw_tags": [
        "ελληνιστική κοινή"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Αστρονομία (ελληνιστική κοινή)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "≠ αντώνυμα: ταπείνωμα"
        },
        {
          "text": "※ ἔφη σὺ δέδιας μὴ καθάπερ Αἰγύπτιοι τοὺς ἀστέρας ὑψώματα καὶ ταπεινώματα λαμβάνοντας ἐν τοῖς τόποις οὓς διεξίασι γίγνεσθαι (Πλούταρχος)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "η ύψωση αστερισμών και ουρανίων σωμάτων"
      ],
      "raw_tags": [
        "ελληνιστική κοινή",
        "αστρονομία"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "※ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ τῷ λόγῳ χωρήσωμεν, καθαιροῦντες αὐτῶν πᾶν ὕψωμα διανοίας ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ (Επιστολαί, Βασιλείου Καισαρείας)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ηθική εξύψωση με τη μεταφορική έννοια"
      ],
      "raw_tags": [
        "ελληνιστική κοινή",
        "μεταγενέστερα"
      ]
    }
  ],
  "synonyms": [
    {
      "word": "ὕψωσις"
    }
  ],
  "word": "ὕψωμα"
}

Download raw JSONL data for ὕψωμα meaning in Ancient Greek (2.1kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable Ancient Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-18 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (0c45963 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.