"ἡγέομαι" meaning in Ancient Greek

See ἡγέομαι in All languages combined, or Wiktionary

Verb

Forms: ἡγέομαι, ἡγοῦμαι
Etymology: : ἡγέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-
  1. ηγούμαι, άρχω, είμαι επικεφαλής, είμαι ηγέτης, είμαι μπροστά και δείχνω τον δρόμο, διευθύνω,καθοδηγώ
    Sense id: el-ἡγέομαι-grc-verb-p0M8Tn~5
  2. πιστεύω, νομίζω, θεωρώ
    Sense id: el-ἡγέομαι-grc-verb-z534XVmM
The following are not (yet) sense-disambiguated
Categories (other): Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά) Related terms: ''επικός τύπος'', ἡγηλάζω, ''δωρικός τύπος'', ἁγέομαι, ἡγεμών, ἡγεμονεύω, ἥγησις, ἡγέτης, ἡγεσία, ἥγημα, ἡγητέον, ἡγητήρ, ἡγητής, ἡγητικός, ἡγήτωρ, ἡγούμενος, ἡγουμένη, καθηγέομαι, προηγέομαι, ἀνηγέομαι, ἀφηγέομαι, εἰσηγέομαι, ἐνηγέομαι, ἐξηγέομαι, ἐφηγέομαι, παρηγέομαι, περιηγέομαι, προηγέομαι, σκυλακαγέτις, συνηγέομαι, ὑφηγέομαι, χορηγός
{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": ": ἡγέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-",
  "forms": [
    {
      "form": "ἡγέομαι",
      "raw_tags": [
        "αποθετικό ρήμα"
      ]
    },
    {
      "form": "ἡγοῦμαι",
      "raw_tags": [
        "αποθετικό ρήμα"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "verb",
  "related": [
    {
      "word": "''επικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ἡγηλάζω"
    },
    {
      "word": "''δωρικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ἁγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἡγεμών"
    },
    {
      "word": "ἡγεμονεύω"
    },
    {
      "word": "ἥγησις"
    },
    {
      "word": "ἡγέτης"
    },
    {
      "word": "ἡγεσία"
    },
    {
      "word": "ἥγημα"
    },
    {
      "word": "ἡγητέον"
    },
    {
      "word": "ἡγητήρ"
    },
    {
      "word": "ἡγητής"
    },
    {
      "word": "ἡγητικός"
    },
    {
      "word": "ἡγήτωρ"
    },
    {
      "word": "ἡγούμενος"
    },
    {
      "word": "ἡγουμένη"
    },
    {
      "word": "καθηγέομαι"
    },
    {
      "word": "προηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἀνηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἀφηγέομαι"
    },
    {
      "word": "εἰσηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἐνηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἐξηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἐφηγέομαι"
    },
    {
      "word": "παρηγέομαι"
    },
    {
      "word": "περιηγέομαι"
    },
    {
      "word": "προηγέομαι"
    },
    {
      "word": "σκυλακαγέτις"
    },
    {
      "word": "συνηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ὑφηγέομαι"
    },
    {
      "word": "χορηγός"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "ηγούμαι, άρχω, είμαι επικεφαλής, είμαι ηγέτης, είμαι μπροστά και δείχνω τον δρόμο, διευθύνω,καθοδηγώ"
      ],
      "id": "el-ἡγέομαι-grc-verb-p0M8Tn~5"
    },
    {
      "glosses": [
        "πιστεύω, νομίζω, θεωρώ"
      ],
      "id": "el-ἡγέομαι-grc-verb-z534XVmM"
    }
  ],
  "word": "ἡγέομαι"
}
{
  "categories": [
    "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)"
  ],
  "etymology_text": ": ἡγέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-",
  "forms": [
    {
      "form": "ἡγέομαι",
      "raw_tags": [
        "αποθετικό ρήμα"
      ]
    },
    {
      "form": "ἡγοῦμαι",
      "raw_tags": [
        "αποθετικό ρήμα"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "verb",
  "related": [
    {
      "word": "''επικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ἡγηλάζω"
    },
    {
      "word": "''δωρικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ἁγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἡγεμών"
    },
    {
      "word": "ἡγεμονεύω"
    },
    {
      "word": "ἥγησις"
    },
    {
      "word": "ἡγέτης"
    },
    {
      "word": "ἡγεσία"
    },
    {
      "word": "ἥγημα"
    },
    {
      "word": "ἡγητέον"
    },
    {
      "word": "ἡγητήρ"
    },
    {
      "word": "ἡγητής"
    },
    {
      "word": "ἡγητικός"
    },
    {
      "word": "ἡγήτωρ"
    },
    {
      "word": "ἡγούμενος"
    },
    {
      "word": "ἡγουμένη"
    },
    {
      "word": "καθηγέομαι"
    },
    {
      "word": "προηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἀνηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἀφηγέομαι"
    },
    {
      "word": "εἰσηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἐνηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἐξηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ἐφηγέομαι"
    },
    {
      "word": "παρηγέομαι"
    },
    {
      "word": "περιηγέομαι"
    },
    {
      "word": "προηγέομαι"
    },
    {
      "word": "σκυλακαγέτις"
    },
    {
      "word": "συνηγέομαι"
    },
    {
      "word": "ὑφηγέομαι"
    },
    {
      "word": "χορηγός"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "ηγούμαι, άρχω, είμαι επικεφαλής, είμαι ηγέτης, είμαι μπροστά και δείχνω τον δρόμο, διευθύνω,καθοδηγώ"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "πιστεύω, νομίζω, θεωρώ"
      ]
    }
  ],
  "word": "ἡγέομαι"
}

Download raw JSONL data for ἡγέομαι meaning in Ancient Greek (1.7kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable Ancient Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-18 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (0c45963 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.