See ἕλιξ in All languages combined, or Wiktionary
{ "categories": [ { "kind": "other", "name": "Αρχαίοι ελληνικοί όροι ομηρικής περιόδου", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (αρχαία ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": "ἕλιξ < *Ϝέλ-ικ-ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω). Συγγενή: λατινική volvo < & απόγονοι, αρχαία ελληνική ἔλυτρον, ἴλιγγος, ὄλμος → και δείτε τις μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας *welH-", "forms": [ { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "θηλυκό", "αρσενικό", "ως διγενές μονοκατάληκτο επίθετο" ] }, { "form": "grc-κλίση-'φύλαξ'", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "ὁ/ἡ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός" ] }, { "form": "οἱ/αἱ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τοῦ/τῆς", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλικος", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "τῶν", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἑλίκων", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τῷ/τῇ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική" ] }, { "form": "ἕλικῐ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική" ] }, { "form": "τοῖς/ταῖς", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "ἕλιξῐ(ν)", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "τὸν/τὴν", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική" ] }, { "form": "ἕλικᾰ", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική" ] }, { "form": "τοὺς/τὰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλικᾰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τὼ", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "ενικός", "δυϊκός" ] }, { "form": "ἕλικε", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "δυϊκός", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τοῖν", "raw_tags": [ "δυϊκός", "ενικός", "γεν-δοτ" ] }, { "form": "ἑλίκοιν", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δυϊκός", "γεν-δοτ" ] } ], "lang": "Ancient Greek", "lang_code": "grc", "pos": "noun", "senses": [ { "examples": [ { "text": "※ 8ος αιώνας πκε ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 355", "translation": "[θηλυκό] ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι" } ], "glosses": [ "στριφτός, στριφογυριστός, συνεστραμμένος" ], "id": "el-ἕλιξ-grc-noun-nt~viIcw", "raw_tags": [ "κοινού γένους", "για ζώα", "όπως βόδια", "στον Όμηρο", "Ησιόδο", "και αλλού" ] } ], "synonyms": [ { "word": "ἑλικτός" } ], "word": "ἕλιξ" } { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Αρχαίοι ελληνικοί όροι ομηρικής περιόδου", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (αρχαία ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": "ἕλιξ < *Ϝέλ-ικ-ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω). Συγγενή: λατινική volvo < & απόγονοι, αρχαία ελληνική ἔλυτρον, ἴλιγγος, ὄλμος → και δείτε τις μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας *welH-", "forms": [ { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "θηλυκό", "αρσενικό", "ως διγενές μονοκατάληκτο επίθετο" ] }, { "form": "grc-κλίση-'φύλαξ'", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "ἐλῐκ-", "raw_tags": [ "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ὁ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἡ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "οἱ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "αἱ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τοῦ", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τῆς", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικος", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τῶν", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἑλίκων", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τῷ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τῇ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικῐ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τοῖς", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ταῖς", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλιξῐ(ν)", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τὸν", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τὴν", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικᾰ", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τοὺς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τὰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικᾰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τὼ", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "ενικός", "δυϊκός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικε", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "δυϊκός", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τοῖν", "raw_tags": [ "δυϊκός", "ενικός", "γεν-δοτ", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἑλίκοιν", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δυϊκός", "γεν-δοτ", "αρσενικό ή θηλυκό" ] } ], "lang": "Ancient Greek", "lang_code": "grc", "pos": "noun", "senses": [ { "examples": [ { "text": "※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 180 (179-183, Πάροδος, αντιστροφή 1η)", "translation": "κυανοειδὲς ἀμφ᾽ ὕδωρ\nἔτυχον ἕλικά τ᾽ ἀνὰ χλόαν\nφοίνικας ἁλίωι\n†πέπλους χρυσέαισιν αὐγαῖς\nθάλπουσ᾽\nἀμφὶ δόνακος ἔρνεσιν·\n*::: Κοντά στη γαλανή ακροθαλασσιά / σε τρυφερά καλάμια απάνω / και στη σγουρή τη χλόη κάποτες / άπλωνα ρούχα κόκκινα στον ήλιο / να τα στεγνώσουν οι χρυσές αχτίδες·\n*::: Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr" } ], "glosses": [ "στριφτός, στριφογυριστός, συνεστραμμένος" ], "id": "el-ἕλιξ-grc-noun-nt~viIcw1", "raw_tags": [ "για άψυχα όπως δρόμοι", "ποταμοί" ] } ], "word": "ἕλιξ" } { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Αρχαίοι ελληνικοί όροι ομηρικής περιόδου", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (αρχαία ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": "ἕλιξ < *Ϝέλ-ικ-ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω). Συγγενή: λατινική volvo < & απόγονοι, αρχαία ελληνική ἔλυτρον, ἴλιγγος, ὄλμος → και δείτε τις μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας *welH-", "forms": [ { "form": "ἕλιξ" }, { "form": "-ικος", "raw_tags": [ "θηλυκό" ] }, { "form": "grc-κλίση-'φύλαξ'", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "ἡ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός" ] }, { "form": "αἱ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τῆς", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλικος", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "τῶν", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἑλίκων", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τῇ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική" ] }, { "form": "ἕλικῐ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική" ] }, { "form": "ταῖς", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "ἕλιξῐ(ν)", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "τὴν", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική" ] }, { "form": "ἕλικᾰ", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική" ] }, { "form": "τὰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλικᾰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τὼ", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "ενικός", "δυϊκός" ] }, { "form": "ἕλικε", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "δυϊκός", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τοῖν", "raw_tags": [ "δυϊκός", "ενικός", "γεν-δοτ" ] }, { "form": "ἑλίκοιν", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δυϊκός", "γεν-δοτ" ] } ], "lang": "Ancient Greek", "lang_code": "grc", "pos": "noun", "related": [ { "raw_tags": [ "ποιητικός τύπος" ], "word": "εἷλιξ" } ], "senses": [ { "glosses": [ "οτιδήποτε με ελικοειδές σχήμα (όπως κοσμήματα)" ], "id": "el-ἕλιξ-grc-noun-YN3csVrl" }, { "glosses": [ "στροβιλισμός" ], "id": "el-ἕλιξ-grc-noun-D27wIAqa" }, { "glosses": [ "έλικες αμπελιού" ], "id": "el-ἕλιξ-grc-noun-sk~CVTkn" }, { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "μπούκλα μαλλιών" ], "id": "el-ἕλιξ-grc-noun-0IZv623J", "raw_tags": [ "ελληνιστική σημασία" ] } ], "word": "ἕλιξ" }
{ "categories": [ "Αρχαίοι ελληνικοί όροι ομηρικής περιόδου", "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (αρχαία ελληνικά)" ], "etymology_text": "ἕλιξ < *Ϝέλ-ικ-ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω). Συγγενή: λατινική volvo < & απόγονοι, αρχαία ελληνική ἔλυτρον, ἴλιγγος, ὄλμος → και δείτε τις μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας *welH-", "forms": [ { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "θηλυκό", "αρσενικό", "ως διγενές μονοκατάληκτο επίθετο" ] }, { "form": "grc-κλίση-'φύλαξ'", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "ὁ/ἡ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός" ] }, { "form": "οἱ/αἱ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τοῦ/τῆς", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλικος", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "τῶν", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἑλίκων", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τῷ/τῇ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική" ] }, { "form": "ἕλικῐ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική" ] }, { "form": "τοῖς/ταῖς", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "ἕλιξῐ(ν)", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "τὸν/τὴν", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική" ] }, { "form": "ἕλικᾰ", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική" ] }, { "form": "τοὺς/τὰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλικᾰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τὼ", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "ενικός", "δυϊκός" ] }, { "form": "ἕλικε", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "δυϊκός", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τοῖν", "raw_tags": [ "δυϊκός", "ενικός", "γεν-δοτ" ] }, { "form": "ἑλίκοιν", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δυϊκός", "γεν-δοτ" ] } ], "lang": "Ancient Greek", "lang_code": "grc", "pos": "noun", "senses": [ { "examples": [ { "text": "※ 8ος αιώνας πκε ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 355", "translation": "[θηλυκό] ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι" } ], "glosses": [ "στριφτός, στριφογυριστός, συνεστραμμένος" ], "raw_tags": [ "κοινού γένους", "για ζώα", "όπως βόδια", "στον Όμηρο", "Ησιόδο", "και αλλού" ] } ], "synonyms": [ { "word": "ἑλικτός" } ], "word": "ἕλιξ" } { "categories": [ "Αρχαίοι ελληνικοί όροι ομηρικής περιόδου", "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (αρχαία ελληνικά)" ], "etymology_text": "ἕλιξ < *Ϝέλ-ικ-ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω). Συγγενή: λατινική volvo < & απόγονοι, αρχαία ελληνική ἔλυτρον, ἴλιγγος, ὄλμος → και δείτε τις μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας *welH-", "forms": [ { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "θηλυκό", "αρσενικό", "ως διγενές μονοκατάληκτο επίθετο" ] }, { "form": "grc-κλίση-'φύλαξ'", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "ἐλῐκ-", "raw_tags": [ "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ὁ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἡ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "οἱ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "αἱ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τοῦ", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τῆς", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικος", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τῶν", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἑλίκων", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τῷ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τῇ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικῐ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τοῖς", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ταῖς", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλιξῐ(ν)", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τὸν", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τὴν", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικᾰ", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τοὺς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τὰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικᾰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "ενικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τὼ", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "ενικός", "δυϊκός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἕλικε", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "δυϊκός", "πληθυντικός", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "τοῖν", "raw_tags": [ "δυϊκός", "ενικός", "γεν-δοτ", "αρσενικό ή θηλυκό" ] }, { "form": "ἑλίκοιν", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δυϊκός", "γεν-δοτ", "αρσενικό ή θηλυκό" ] } ], "lang": "Ancient Greek", "lang_code": "grc", "pos": "noun", "senses": [ { "examples": [ { "text": "※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 180 (179-183, Πάροδος, αντιστροφή 1η)", "translation": "κυανοειδὲς ἀμφ᾽ ὕδωρ\nἔτυχον ἕλικά τ᾽ ἀνὰ χλόαν\nφοίνικας ἁλίωι\n†πέπλους χρυσέαισιν αὐγαῖς\nθάλπουσ᾽\nἀμφὶ δόνακος ἔρνεσιν·\n*::: Κοντά στη γαλανή ακροθαλασσιά / σε τρυφερά καλάμια απάνω / και στη σγουρή τη χλόη κάποτες / άπλωνα ρούχα κόκκινα στον ήλιο / να τα στεγνώσουν οι χρυσές αχτίδες·\n*::: Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr" } ], "glosses": [ "στριφτός, στριφογυριστός, συνεστραμμένος" ], "raw_tags": [ "για άψυχα όπως δρόμοι", "ποταμοί" ] } ], "word": "ἕλιξ" } { "categories": [ "Αρχαίοι ελληνικοί όροι ομηρικής περιόδου", "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (αρχαία ελληνικά)" ], "etymology_text": "ἕλιξ < *Ϝέλ-ικ-ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω). Συγγενή: λατινική volvo < & απόγονοι, αρχαία ελληνική ἔλυτρον, ἴλιγγος, ὄλμος → και δείτε τις μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας *welH-", "forms": [ { "form": "ἕλιξ" }, { "form": "-ικος", "raw_tags": [ "θηλυκό" ] }, { "form": "grc-κλίση-'φύλαξ'", "tags": [ "inflection-template" ] }, { "form": "ἡ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "ενικός" ] }, { "form": "αἱ", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "ονομαστική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τῆς", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλικος", "raw_tags": [ "γενική", "ενικός" ] }, { "form": "τῶν", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἑλίκων", "raw_tags": [ "γενική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τῇ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική" ] }, { "form": "ἕλικῐ", "raw_tags": [ "ενικός", "δοτική" ] }, { "form": "ταῖς", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "ἕλιξῐ(ν)", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δοτική" ] }, { "form": "τὴν", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική" ] }, { "form": "ἕλικᾰ", "raw_tags": [ "ενικός", "αιτιατική" ] }, { "form": "τὰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλικᾰς", "raw_tags": [ "αιτιατική", "πληθυντικός" ] }, { "form": "ἕλιξ", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "ενικός" ] }, { "form": "ἕλικες", "raw_tags": [ "κλητική ὦ!", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τὼ", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "ενικός", "δυϊκός" ] }, { "form": "ἕλικε", "raw_tags": [ "ονομ-αιτ-κλ", "δυϊκός", "πληθυντικός" ] }, { "form": "τοῖν", "raw_tags": [ "δυϊκός", "ενικός", "γεν-δοτ" ] }, { "form": "ἑλίκοιν", "raw_tags": [ "πληθυντικός", "δυϊκός", "γεν-δοτ" ] } ], "lang": "Ancient Greek", "lang_code": "grc", "pos": "noun", "related": [ { "raw_tags": [ "ποιητικός τύπος" ], "word": "εἷλιξ" } ], "senses": [ { "glosses": [ "οτιδήποτε με ελικοειδές σχήμα (όπως κοσμήματα)" ] }, { "glosses": [ "στροβιλισμός" ] }, { "glosses": [ "έλικες αμπελιού" ] }, { "categories": [ "Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις" ], "glosses": [ "μπούκλα μαλλιών" ], "raw_tags": [ "ελληνιστική σημασία" ] } ], "word": "ἕλιξ" }
Download raw JSONL data for ἕλιξ meaning in Ancient Greek (11.5kB)
{ "called_from": "table/300/20250217", "msg": "Cell without any tags in table: ἐλῐκ-", "path": [ "ἕλιξ" ], "section": "Ancient Greek", "subsection": "ουσιαστικό", "title": "ἕλιξ", "trace": "" } { "called_from": "table/300/20250217", "msg": "Cell without any tags in table: ἐλῐκ-", "path": [ "ἕλιξ" ], "section": "Ancient Greek", "subsection": "ουσιαστικό", "title": "ἕλιξ", "trace": "" }
This page is a part of the kaikki.org machine-readable Ancient Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-10-07 from the elwiktionary dump dated 2025-10-01 using wiktextract (19bd8d3 and 1ab82da). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.
If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.