"ἀήρ" meaning in Ancient Greek

See ἀήρ in All languages combined, or Wiktionary

Noun

Forms: ἀήρ
Etymology: : ἀήρ < *ἀϜήρ, γενική *ἀ-Ϝέρ-ος < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; : Συνδέεται με το *ἀ(Ϝ)είρω ἀείρω (σηκώνω) : Δείτε και ἄω, ἄημι (πνέω/φυσώ, πλήττομαι από τον άνεμο)
  1. ο αέρας
    Sense id: el-ἀήρ-grc-noun-lboCJze~ Categories (other): Άνεμοι (αρχαία ελληνικά)
The following are not (yet) sense-disambiguated
Categories (other): Αρχαίες ελληνικές λέξεις ομηρικής περιόδου, Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά), Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά) Related terms: ''επικός τύπος'', ἠέρος, ἠήρ, ''αιολικός τύπος'', αὐήρ, ''δωρικός τύπος'', ἀβήρ, ''ιωνικός τύπος'', ἠήρ, ἠερόεις, ἠερόθεν, ἠεριος, ἀερώδης, ἀερο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με&nbsp;πρόθημα ἀερο-&nbsp;στο Βικιλεξικό, ἠερόφωνος, ἠεροδίνης, ἠεροειδής

Inflected forms

{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Αρχαίες ελληνικές λέξεις ομηρικής περιόδου",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": ": ἀήρ < *ἀϜήρ, γενική *ἀ-Ϝέρ-ος < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;\n: Συνδέεται με το *ἀ(Ϝ)είρω ἀείρω (σηκώνω)\n: Δείτε και ἄω, ἄημι (πνέω/φυσώ, πλήττομαι από τον άνεμο)",
  "forms": [
    {
      "form": "ἀήρ",
      "raw_tags": [
        "αρσενικό"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "raw_tags": [
        "στον Όμηρο και στον Ησίοδο",
        "θηλυκό",
        "και αργότερα",
        "αρσενικό"
      ],
      "word": "''επικός τύπος''"
    },
    {
      "raw_tags": [
        "στον Όμηρο και στον Ησίοδο",
        "θηλυκό",
        "και αργότερα",
        "αρσενικό"
      ],
      "word": "ἠέρος"
    },
    {
      "raw_tags": [
        "στον Όμηρο και στον Ησίοδο",
        "θηλυκό",
        "και αργότερα",
        "αρσενικό"
      ],
      "word": "ἠήρ"
    },
    {
      "word": "''αιολικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "αὐήρ"
    },
    {
      "word": "''δωρικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ἀβήρ"
    },
    {
      "word": "''ιωνικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ἠήρ"
    },
    {
      "word": "ἠερόεις"
    },
    {
      "word": "ἠερόθεν"
    },
    {
      "word": "ἠεριος"
    },
    {
      "word": "ἀερώδης"
    },
    {
      "word": "ἀερο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με&nbsp;πρόθημα ἀερο-&nbsp;στο Βικιλεξικό"
    },
    {
      "word": "ἠερόφωνος"
    },
    {
      "word": "ἠεροδίνης"
    },
    {
      "word": "ἠεροειδής"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Άνεμοι (αρχαία ελληνικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ο αέρας"
      ],
      "id": "el-ἀήρ-grc-noun-lboCJze~",
      "raw_tags": [
        "άνεμος"
      ]
    }
  ],
  "word": "ἀήρ"
}
{
  "categories": [
    "Αρχαίες ελληνικές λέξεις ομηρικής περιόδου",
    "Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)",
    "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)"
  ],
  "etymology_text": ": ἀήρ < *ἀϜήρ, γενική *ἀ-Ϝέρ-ος < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;\n: Συνδέεται με το *ἀ(Ϝ)είρω ἀείρω (σηκώνω)\n: Δείτε και ἄω, ἄημι (πνέω/φυσώ, πλήττομαι από τον άνεμο)",
  "forms": [
    {
      "form": "ἀήρ",
      "raw_tags": [
        "αρσενικό"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "raw_tags": [
        "στον Όμηρο και στον Ησίοδο",
        "θηλυκό",
        "και αργότερα",
        "αρσενικό"
      ],
      "word": "''επικός τύπος''"
    },
    {
      "raw_tags": [
        "στον Όμηρο και στον Ησίοδο",
        "θηλυκό",
        "και αργότερα",
        "αρσενικό"
      ],
      "word": "ἠέρος"
    },
    {
      "raw_tags": [
        "στον Όμηρο και στον Ησίοδο",
        "θηλυκό",
        "και αργότερα",
        "αρσενικό"
      ],
      "word": "ἠήρ"
    },
    {
      "word": "''αιολικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "αὐήρ"
    },
    {
      "word": "''δωρικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ἀβήρ"
    },
    {
      "word": "''ιωνικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ἠήρ"
    },
    {
      "word": "ἠερόεις"
    },
    {
      "word": "ἠερόθεν"
    },
    {
      "word": "ἠεριος"
    },
    {
      "word": "ἀερώδης"
    },
    {
      "word": "ἀερο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με&nbsp;πρόθημα ἀερο-&nbsp;στο Βικιλεξικό"
    },
    {
      "word": "ἠερόφωνος"
    },
    {
      "word": "ἠεροδίνης"
    },
    {
      "word": "ἠεροειδής"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "categories": [
        "Άνεμοι (αρχαία ελληνικά)"
      ],
      "glosses": [
        "ο αέρας"
      ],
      "raw_tags": [
        "άνεμος"
      ]
    }
  ],
  "word": "ἀήρ"
}

Download raw JSONL data for ἀήρ meaning in Ancient Greek (2.0kB)

{
  "called_from": "parser/1336",
  "msg": "no corresponding start tag found for </div>",
  "path": [
    "ἀήρ"
  ],
  "section": "Ancient Greek",
  "subsection": "ουσιαστικό",
  "title": "ἀήρ",
  "trace": ""
}

{
  "called_from": "parser/1336",
  "msg": "no corresponding start tag found for </div>",
  "path": [
    "ἀήρ"
  ],
  "section": "Ancient Greek",
  "subsection": "ουσιαστικό",
  "title": "ἀήρ",
  "trace": ""
}

{
  "called_from": "parser/1336",
  "msg": "no corresponding start tag found for </div>",
  "path": [
    "ἀήρ"
  ],
  "section": "Ancient Greek",
  "subsection": "ουσιαστικό",
  "title": "ἀήρ",
  "trace": ""
}

This page is a part of the kaikki.org machine-readable Ancient Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-09 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (99a4ed9 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.