"εἷμα" meaning in Ancient Greek

See εἷμα in All languages combined, or Wiktionary

Noun

Forms: εἷμα, -ατος
Etymology: : εἷμα < Ϝεσ-μα με αντέκταση. Θέμα *Ϝεσ- του ἕννυμι (ντύνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- στη σημασία ντύνω. Συγγενή: αρχαία ελληνική ἱμάτιον, ἐσθής, ἀμφίεσις, σανσκριτική वस्मन् (vásman), λατινική vestio, vestis (> γαλλική vêtir), πρωτογερμανική *wazjaną (> αγγλική wear)
  1. ρούχα, ένδυση
    Sense id: el-εἷμα-grc-noun-QgbOwKnS
  2. ένδυμα, ιμάτιο, εξωτερικό ρούχο
    Sense id: el-εἷμα-grc-noun-FEuWYh7V Categories (other): Ενδυμασία (αρχαία ελληνικά)
  3. σκέπασμα, στρώμα, χαλί
    Sense id: el-εἷμα-grc-noun-6kflFwcL
The following are not (yet) sense-disambiguated
Categories (other): Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes-, ντύνω (αρχαία ελληνικά) Related terms: ''αιολικός τύπος'', ἔμμα, ''κρητικός τύπος'', ϝῆμα, ἕμμα, γῆμα, -είμων Αρχαίες ελληνικές λέξεις με&nbsp;επίθημα -είμων&nbsp;στο Βικιλεξικό, ἁβροείμων, ἀνείμων, δροσοείμων, δυσείμων, εὐείμων, κακοείμων, κροκοείμων, λαμπρείμων, λαμπροείμων, λευκοείμων, λευχείμων, μεγαλοείμων, μελανείμων, μελανοείμων, μελανονεκυοείμων, μονοείμων, ποικιλείμων, πολυείμων, πτεροείμων, φαιδροείμων, φοινικείμων, χρυσοείμων, διπλοείματος, δυσείματος, εἱματανωπερίβαλλος, εἱματοπώλης, ἕννυμι, γλ=grc
{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes-, ντύνω (αρχαία ελληνικά)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "etymology_text": ": εἷμα < Ϝεσ-μα με αντέκταση. Θέμα *Ϝεσ- του ἕννυμι (ντύνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- στη σημασία ντύνω. Συγγενή: αρχαία ελληνική ἱμάτιον, ἐσθής, ἀμφίεσις, σανσκριτική वस्मन् (vásman), λατινική vestio, vestis (> γαλλική vêtir), πρωτογερμανική *wazjaną (> αγγλική wear)",
  "forms": [
    {
      "form": "εἷμα"
    },
    {
      "form": "-ατος",
      "raw_tags": [
        "συχνά στον πληθυντικό",
        "ουδέτερο"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "''αιολικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ἔμμα"
    },
    {
      "word": "''κρητικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ϝῆμα"
    },
    {
      "word": "ἕμμα"
    },
    {
      "word": "γῆμα"
    },
    {
      "word": "-είμων Αρχαίες ελληνικές λέξεις με&nbsp;επίθημα -είμων&nbsp;στο Βικιλεξικό"
    },
    {
      "word": "ἁβροείμων"
    },
    {
      "word": "ἀνείμων"
    },
    {
      "word": "δροσοείμων"
    },
    {
      "word": "δυσείμων"
    },
    {
      "word": "εὐείμων"
    },
    {
      "word": "κακοείμων"
    },
    {
      "word": "κροκοείμων"
    },
    {
      "word": "λαμπρείμων"
    },
    {
      "word": "λαμπροείμων"
    },
    {
      "word": "λευκοείμων"
    },
    {
      "word": "λευχείμων"
    },
    {
      "word": "μεγαλοείμων"
    },
    {
      "word": "μελανείμων"
    },
    {
      "word": "μελανοείμων"
    },
    {
      "word": "μελανονεκυοείμων"
    },
    {
      "word": "μονοείμων"
    },
    {
      "word": "ποικιλείμων"
    },
    {
      "word": "πολυείμων"
    },
    {
      "word": "πτεροείμων"
    },
    {
      "word": "φαιδροείμων"
    },
    {
      "word": "φοινικείμων"
    },
    {
      "word": "χρυσοείμων"
    },
    {
      "word": "διπλοείματος"
    },
    {
      "word": "δυσείματος"
    },
    {
      "word": "εἱματανωπερίβαλλος"
    },
    {
      "word": "εἱματοπώλης"
    },
    {
      "word": "ἕννυμι"
    },
    {
      "word": "γλ=grc"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "※ 8ος αιώνας πκε ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη",
          "translation": "6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 214\n#:*: πὰρ δ᾽ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν\n#:*:: Δίπλα του απόθεσαν τα ρούχα, το πανωφόρι και χιτώνα\n#:*:: Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr\n#:* 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 265 (264-266 )\n#:*: πέμπε δ᾽ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου, πολλὰ δ᾽ ἔδωκε, | σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ, καὶ ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν, | οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.\n#:*:: Μ᾽ έβαλε τότε σε σχεδία ξυλόδετη, | άφθονα τρόφιμα μου δίνει και γλυκό κρασί, μ᾽ έντυσε και με ρούχα αθάνατα, | έστειλε και τον ούριο άνεμο, ήπιο κι άβλαβο, ξοπίσω μου.\n#:*:: Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr"
        },
        {
          "text": "※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 37.2",
          "translation": "εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα, ἐπιτηδεύοντες τοῦτο μάλιστα.\n#:::Φορούν λινά ρούχα, πάντοτε φρεσκοπλυμένα, και αυτό είναι κάτι που το φροντίζουν πολύ.\n#:::Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ρούχα, ένδυση"
      ],
      "id": "el-εἷμα-grc-noun-QgbOwKnS",
      "raw_tags": [
        "στον πληθυντικό"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Ενδυμασία (αρχαία ελληνικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςʷ, 159 (159-160)",
          "translation": "εἷμα δ᾽ ἔχ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι δαφοινεὸν αἵματι φωτῶν, | δεινὸν δερκομένη καναχῇσί τε βεβρυχυῖα.\n#:::Κι ήταν το ρούχο της στους ώμους ματωμένο από το αίμα των ανδρών, | καθώς κοιτούσε φοβερά και με κραυγές βρυχιόταν.\n#:::Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr"
        },
        {
          "text": "※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςʷ, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 233 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.233-4.234)",
          "translation": "ὣς ἄρ᾽ αὐδάσαντος ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἷμα θεῷ πίσυνος | εἴχετ᾽ ἔργου·\n#:::Έτσι μίλησε, κι ο Ιάσονας επέταξε από πάνω του τον κροκωτό χιτώνα κι ευθύς, με πίστη στον θεό, στο έργο ρίχτηκε·\n#::: Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr"
        },
        {
          "text": "※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 152.1",
          "translation": "ὁ δὲ πορφύρεόν τε εἷμα περιβαλόμενος, ὡς ἂν πυνθανόμενοι πλεῖστοι συνέλθοιεν Σπαρτιητέων, καὶ καταστὰς ἔλεγε πολλὰ τιμωρέειν ἑωυτοῖσι χρηίζων.\n#:::Κι αυτός, αφού ντύθηκε μ᾽ ένα ρούχο πορφυρό —για να το μάθουνε οι Σπαρτιάτες και να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι— παρουσιάστηκε μπροστά τους και έλεγε πολλά και διάφορα, τονίζοντας πως είναι ανάγκη να τους βοηθήσουν.\n#:::Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ένδυμα, ιμάτιο, εξωτερικό ρούχο"
      ],
      "id": "el-εἷμα-grc-noun-FEuWYh7V",
      "raw_tags": [
        "ενδυμασία"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 960",
          "translation": "εἱμάτων βαφάς. - βαφές για σκεπάσματα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "σκέπασμα, στρώμα, χαλί"
      ],
      "id": "el-εἷμα-grc-noun-6kflFwcL"
    }
  ],
  "word": "εἷμα"
}
{
  "categories": [
    "Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes-, ντύνω (αρχαία ελληνικά)"
  ],
  "etymology_text": ": εἷμα < Ϝεσ-μα με αντέκταση. Θέμα *Ϝεσ- του ἕννυμι (ντύνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- στη σημασία ντύνω. Συγγενή: αρχαία ελληνική ἱμάτιον, ἐσθής, ἀμφίεσις, σανσκριτική वस्मन् (vásman), λατινική vestio, vestis (> γαλλική vêtir), πρωτογερμανική *wazjaną (> αγγλική wear)",
  "forms": [
    {
      "form": "εἷμα"
    },
    {
      "form": "-ατος",
      "raw_tags": [
        "συχνά στον πληθυντικό",
        "ουδέτερο"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "related": [
    {
      "word": "''αιολικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ἔμμα"
    },
    {
      "word": "''κρητικός τύπος''"
    },
    {
      "word": "ϝῆμα"
    },
    {
      "word": "ἕμμα"
    },
    {
      "word": "γῆμα"
    },
    {
      "word": "-είμων Αρχαίες ελληνικές λέξεις με&nbsp;επίθημα -είμων&nbsp;στο Βικιλεξικό"
    },
    {
      "word": "ἁβροείμων"
    },
    {
      "word": "ἀνείμων"
    },
    {
      "word": "δροσοείμων"
    },
    {
      "word": "δυσείμων"
    },
    {
      "word": "εὐείμων"
    },
    {
      "word": "κακοείμων"
    },
    {
      "word": "κροκοείμων"
    },
    {
      "word": "λαμπρείμων"
    },
    {
      "word": "λαμπροείμων"
    },
    {
      "word": "λευκοείμων"
    },
    {
      "word": "λευχείμων"
    },
    {
      "word": "μεγαλοείμων"
    },
    {
      "word": "μελανείμων"
    },
    {
      "word": "μελανοείμων"
    },
    {
      "word": "μελανονεκυοείμων"
    },
    {
      "word": "μονοείμων"
    },
    {
      "word": "ποικιλείμων"
    },
    {
      "word": "πολυείμων"
    },
    {
      "word": "πτεροείμων"
    },
    {
      "word": "φαιδροείμων"
    },
    {
      "word": "φοινικείμων"
    },
    {
      "word": "χρυσοείμων"
    },
    {
      "word": "διπλοείματος"
    },
    {
      "word": "δυσείματος"
    },
    {
      "word": "εἱματανωπερίβαλλος"
    },
    {
      "word": "εἱματοπώλης"
    },
    {
      "word": "ἕννυμι"
    },
    {
      "word": "γλ=grc"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "※ 8ος αιώνας πκε ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη",
          "translation": "6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 214\n#:*: πὰρ δ᾽ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν\n#:*:: Δίπλα του απόθεσαν τα ρούχα, το πανωφόρι και χιτώνα\n#:*:: Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr\n#:* 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 265 (264-266 )\n#:*: πέμπε δ᾽ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου, πολλὰ δ᾽ ἔδωκε, | σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ, καὶ ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν, | οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.\n#:*:: Μ᾽ έβαλε τότε σε σχεδία ξυλόδετη, | άφθονα τρόφιμα μου δίνει και γλυκό κρασί, μ᾽ έντυσε και με ρούχα αθάνατα, | έστειλε και τον ούριο άνεμο, ήπιο κι άβλαβο, ξοπίσω μου.\n#:*:: Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr"
        },
        {
          "text": "※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 37.2",
          "translation": "εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα, ἐπιτηδεύοντες τοῦτο μάλιστα.\n#:::Φορούν λινά ρούχα, πάντοτε φρεσκοπλυμένα, και αυτό είναι κάτι που το φροντίζουν πολύ.\n#:::Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ρούχα, ένδυση"
      ],
      "raw_tags": [
        "στον πληθυντικό"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Ενδυμασία (αρχαία ελληνικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςʷ, 159 (159-160)",
          "translation": "εἷμα δ᾽ ἔχ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι δαφοινεὸν αἵματι φωτῶν, | δεινὸν δερκομένη καναχῇσί τε βεβρυχυῖα.\n#:::Κι ήταν το ρούχο της στους ώμους ματωμένο από το αίμα των ανδρών, | καθώς κοιτούσε φοβερά και με κραυγές βρυχιόταν.\n#:::Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr"
        },
        {
          "text": "※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςʷ, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 233 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.233-4.234)",
          "translation": "ὣς ἄρ᾽ αὐδάσαντος ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἷμα θεῷ πίσυνος | εἴχετ᾽ ἔργου·\n#:::Έτσι μίλησε, κι ο Ιάσονας επέταξε από πάνω του τον κροκωτό χιτώνα κι ευθύς, με πίστη στον θεό, στο έργο ρίχτηκε·\n#::: Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr"
        },
        {
          "text": "※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 152.1",
          "translation": "ὁ δὲ πορφύρεόν τε εἷμα περιβαλόμενος, ὡς ἂν πυνθανόμενοι πλεῖστοι συνέλθοιεν Σπαρτιητέων, καὶ καταστὰς ἔλεγε πολλὰ τιμωρέειν ἑωυτοῖσι χρηίζων.\n#:::Κι αυτός, αφού ντύθηκε μ᾽ ένα ρούχο πορφυρό —για να το μάθουνε οι Σπαρτιάτες και να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι— παρουσιάστηκε μπροστά τους και έλεγε πολλά και διάφορα, τονίζοντας πως είναι ανάγκη να τους βοηθήσουν.\n#:::Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ένδυμα, ιμάτιο, εξωτερικό ρούχο"
      ],
      "raw_tags": [
        "ενδυμασία"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 960",
          "translation": "εἱμάτων βαφάς. - βαφές για σκεπάσματα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "σκέπασμα, στρώμα, χαλί"
      ]
    }
  ],
  "word": "εἷμα"
}

Download raw JSONL data for εἷμα meaning in Ancient Greek (6.7kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable Ancient Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-18 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (0c45963 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.