"regular" meaning in All languages combined

See regular on Wiktionary

Adjective [English]

Forms: regular, regular, more regular, most regular
  1. τακτικός, κανονικός, που επαναλαμβάνει, ειδικά με τον ίδιο χρόνο ή χώρο ανάμεσα σε κάθε πράγμα και στο επόμενο
    Sense id: el-regular-en-adj-iu2lh6QU
  2. τακτικός, που γίνεται ή συμβαίνει συχνά
    Sense id: el-regular-en-adj-lDuXHXpv
  3. τακτικός, για άτομα που κάνουν το ίδιο πράγμα ή πηγαίνουν συχνά στο ίδιο μέρος
    Sense id: el-regular-en-adj-RhdsF6ly
  4. ομαλός, για ρήματα και ουσιαστικά που αλλάζουν τη μορφή τους με τον ίδιο τρόπο όπως τα περισσότερα άλλα ρήματα και ουσιαστικά
    Sense id: el-regular-en-adj-prUBZoLX Categories (other): Γραμματική (αγγλικά)
  5. συνήθης, ομαλός, κανονικός, το συνηθισμένο
    Sense id: el-regular-en-adj-xeO8A5ul
  6. συνηθισμένος, κανονικός, χωρίς ιδιαίτερες ή επιπλέον χαρακτηριστικές
    Sense id: el-regular-en-adj-JLiS3uZv
  7. συμμετρικός, κανονικός, που τον χαρακτηρίζει η συμμετρία
    Sense id: el-regular-en-adj-V63zCcQ~
  8. τακτικός, κανονικός, που διαρκεί ή συμβαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα
    Sense id: el-regular-en-adj-octYjt7E
  9. τακτικός, που ανήκουν στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία μιας χώρας
    Sense id: el-regular-en-adj-zExWcOk5
  10. τέλειος, σωστός, χρησιμοποιείται για έμφαση για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι είναι παράδειγμα
    Sense id: el-regular-en-adj-YVOuj2Er Categories (other): Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
The following are not (yet) sense-disambiguated
Related terms: regularly
{
  "forms": [
    {
      "form": "regular"
    },
    {
      "form": "en-adj",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "regular",
      "raw_tags": [
        "θετικός",
        "παραθετικά"
      ]
    },
    {
      "form": "more regular",
      "raw_tags": [
        "παραθετικά",
        "συγκριτικός"
      ]
    },
    {
      "form": "most regular",
      "raw_tags": [
        "υπερθετικός",
        "παραθετικά"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "adj",
  "related": [
    {
      "word": "regularly"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a regular bus service - τακτική συγκοινωνία με λεωφορείο"
        },
        {
          "text": "at regular intervals - σε τακτικά/κανονικά διαστήματα"
        },
        {
          "text": "a regular pulse - κανονικός σφυγμός"
        },
        {
          "text": "There are two regular flights a week.",
          "translation": "Υπάρχουν δυο τακτικές πτήσεις την εβδομάδα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "τακτικός, κανονικός, που επαναλαμβάνει, ειδικά με τον ίδιο χρόνο ή χώρο ανάμεσα σε κάθε πράγμα και στο επόμενο"
      ],
      "id": "el-regular-en-adj-iu2lh6QU"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He makes regular visits to him.",
          "translation": "Του κάνει τακτικές επισκέψεις."
        },
        {
          "text": "I have regular correspondence with my brother.",
          "translation": "Με τον αδελφό μου έχω τακτική αλληλογραφία."
        }
      ],
      "glosses": [
        "τακτικός, που γίνεται ή συμβαίνει συχνά"
      ],
      "id": "el-regular-en-adj-lDuXHXpv"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a regular listener of the show - τακτικός ακροατής της εκπομπής"
        },
        {
          "text": "a regular customer of the store - τακτικός πελάτης του καταστήματος"
        },
        {
          "text": "He is a regular visitor.",
          "translation": "Είναι τακτικός επισκέπτης."
        }
      ],
      "glosses": [
        "τακτικός, για άτομα που κάνουν το ίδιο πράγμα ή πηγαίνουν συχνά στο ίδιο μέρος"
      ],
      "id": "el-regular-en-adj-RhdsF6ly",
      "raw_tags": [
        "μόνο πριν από το ουσιαστικό"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Γραμματική (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "regular verbs - ομαλά ρήματα"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ομαλός, για ρήματα και ουσιαστικά που αλλάζουν τη μορφή τους με τον ίδιο τρόπο όπως τα περισσότερα άλλα ρήματα και ουσιαστικά"
      ],
      "id": "el-regular-en-adj-prUBZoLX",
      "raw_tags": [
        "γραμματική"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "regular size - σύνηθες μέγεθος"
        },
        {
          "text": "under regular conditions - κάτω από ομαλές/κανονικές συνθήκες"
        },
        {
          "text": "regular sizes - κανονικά νούμερα"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη common"
        }
      ],
      "glosses": [
        "συνήθης, ομαλός, κανονικός, το συνηθισμένο"
      ],
      "id": "el-regular-en-adj-xeO8A5ul",
      "raw_tags": [
        "μόνο πριν από το ουσιαστικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a regular house (nothing exceptional) - ένα συνηθισμένο σπίτι (τίποτε το εξαιρετικό)"
        },
        {
          "text": "a regular method of treatment - συνηθισμένη μέθοδος θεραπείας"
        },
        {
          "text": "in the regular way - με τον κανονικό τρόπο"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη normal"
        }
      ],
      "glosses": [
        "συνηθισμένος, κανονικός, χωρίς ιδιαίτερες ή επιπλέον χαρακτηριστικές"
      ],
      "id": "el-regular-en-adj-JLiS3uZv",
      "raw_tags": [
        "μόνο πριν από το ουσιαστικό",
        "ειδικά αμερικανικά αγγλικά"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "regular features/teeth - συμμετρικά/κανονικά χαρακτηριστικά/δόντια"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη symmetrical"
        }
      ],
      "glosses": [
        "συμμετρικός, κανονικός, που τον χαρακτηρίζει η συμμετρία"
      ],
      "id": "el-regular-en-adj-V63zCcQ~"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "the regular staff - το τακτικό προσωπικό"
        },
        {
          "text": "I have regular employment.",
          "translation": "Έχω τακτική/κανονική δουλειά."
        }
      ],
      "glosses": [
        "τακτικός, κανονικός, που διαρκεί ή συμβαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα"
      ],
      "id": "el-regular-en-adj-octYjt7E"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "regular soldiers - τακτικοί στρατιώτες"
        }
      ],
      "glosses": [
        "τακτικός, που ανήκουν στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία μιας χώρας"
      ],
      "id": "el-regular-en-adj-zExWcOk5",
      "raw_tags": [
        "μόνο πριν από το ουσιαστικό"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "He is a regular rascal.",
          "translation": "Είναι τέλειος παλιάνθρωπος."
        },
        {
          "text": "He is a regular hero.",
          "translation": "Είναι σωστός ήρωας."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη total"
        }
      ],
      "glosses": [
        "τέλειος, σωστός, χρησιμοποιείται για έμφαση για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι είναι παράδειγμα"
      ],
      "id": "el-regular-en-adj-YVOuj2Er",
      "raw_tags": [
        "ανεπίσημο"
      ]
    }
  ],
  "word": "regular"
}
{
  "forms": [
    {
      "form": "regular"
    },
    {
      "form": "en-adj",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "regular",
      "raw_tags": [
        "θετικός",
        "παραθετικά"
      ]
    },
    {
      "form": "more regular",
      "raw_tags": [
        "παραθετικά",
        "συγκριτικός"
      ]
    },
    {
      "form": "most regular",
      "raw_tags": [
        "υπερθετικός",
        "παραθετικά"
      ]
    }
  ],
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "adj",
  "related": [
    {
      "word": "regularly"
    }
  ],
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a regular bus service - τακτική συγκοινωνία με λεωφορείο"
        },
        {
          "text": "at regular intervals - σε τακτικά/κανονικά διαστήματα"
        },
        {
          "text": "a regular pulse - κανονικός σφυγμός"
        },
        {
          "text": "There are two regular flights a week.",
          "translation": "Υπάρχουν δυο τακτικές πτήσεις την εβδομάδα."
        }
      ],
      "glosses": [
        "τακτικός, κανονικός, που επαναλαμβάνει, ειδικά με τον ίδιο χρόνο ή χώρο ανάμεσα σε κάθε πράγμα και στο επόμενο"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "He makes regular visits to him.",
          "translation": "Του κάνει τακτικές επισκέψεις."
        },
        {
          "text": "I have regular correspondence with my brother.",
          "translation": "Με τον αδελφό μου έχω τακτική αλληλογραφία."
        }
      ],
      "glosses": [
        "τακτικός, που γίνεται ή συμβαίνει συχνά"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a regular listener of the show - τακτικός ακροατής της εκπομπής"
        },
        {
          "text": "a regular customer of the store - τακτικός πελάτης του καταστήματος"
        },
        {
          "text": "He is a regular visitor.",
          "translation": "Είναι τακτικός επισκέπτης."
        }
      ],
      "glosses": [
        "τακτικός, για άτομα που κάνουν το ίδιο πράγμα ή πηγαίνουν συχνά στο ίδιο μέρος"
      ],
      "raw_tags": [
        "μόνο πριν από το ουσιαστικό"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Γραμματική (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "regular verbs - ομαλά ρήματα"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ομαλός, για ρήματα και ουσιαστικά που αλλάζουν τη μορφή τους με τον ίδιο τρόπο όπως τα περισσότερα άλλα ρήματα και ουσιαστικά"
      ],
      "raw_tags": [
        "γραμματική"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "regular size - σύνηθες μέγεθος"
        },
        {
          "text": "under regular conditions - κάτω από ομαλές/κανονικές συνθήκες"
        },
        {
          "text": "regular sizes - κανονικά νούμερα"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη common"
        }
      ],
      "glosses": [
        "συνήθης, ομαλός, κανονικός, το συνηθισμένο"
      ],
      "raw_tags": [
        "μόνο πριν από το ουσιαστικό"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "a regular house (nothing exceptional) - ένα συνηθισμένο σπίτι (τίποτε το εξαιρετικό)"
        },
        {
          "text": "a regular method of treatment - συνηθισμένη μέθοδος θεραπείας"
        },
        {
          "text": "in the regular way - με τον κανονικό τρόπο"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη normal"
        }
      ],
      "glosses": [
        "συνηθισμένος, κανονικός, χωρίς ιδιαίτερες ή επιπλέον χαρακτηριστικές"
      ],
      "raw_tags": [
        "μόνο πριν από το ουσιαστικό",
        "ειδικά αμερικανικά αγγλικά"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "regular features/teeth - συμμετρικά/κανονικά χαρακτηριστικά/δόντια"
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη symmetrical"
        }
      ],
      "glosses": [
        "συμμετρικός, κανονικός, που τον χαρακτηρίζει η συμμετρία"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "the regular staff - το τακτικό προσωπικό"
        },
        {
          "text": "I have regular employment.",
          "translation": "Έχω τακτική/κανονική δουλειά."
        }
      ],
      "glosses": [
        "τακτικός, κανονικός, που διαρκεί ή συμβαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "regular soldiers - τακτικοί στρατιώτες"
        }
      ],
      "glosses": [
        "τακτικός, που ανήκουν στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία μιας χώρας"
      ],
      "raw_tags": [
        "μόνο πριν από το ουσιαστικό"
      ]
    },
    {
      "categories": [
        "Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "He is a regular rascal.",
          "translation": "Είναι τέλειος παλιάνθρωπος."
        },
        {
          "text": "He is a regular hero.",
          "translation": "Είναι σωστός ήρωας."
        },
        {
          "text": "≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη total"
        }
      ],
      "glosses": [
        "τέλειος, σωστός, χρησιμοποιείται για έμφαση για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι είναι παράδειγμα"
      ],
      "raw_tags": [
        "ανεπίσημο"
      ]
    }
  ],
  "word": "regular"
}

Download raw JSONL data for regular meaning in All languages combined (5.0kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable All languages combined dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-07-20 from the elwiktionary dump dated 2025-07-02 using wiktextract (45c4a21 and f1c2b61). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.