"ὡραῖα" meaning in All languages combined

See ὡραῖα on Wiktionary

Adjective [Ancient Greek]

Forms: ὡραῖα
Etymology: ὡραῖα: κλιτικός τύπος
  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ὡραῖος Tags: accusative, nominative, plural, vocative Form of: ὡραῖος
    Sense id: el-ὡραῖα-grc-adj-15b2ly9L

Noun [Ancient Greek]

Forms: ὡραῖα
Etymology: ὡραῖα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὡραῖος στον πληθυντικό < ὥρα
  1. τα ώριμα φρούτα, η παραγωγή φρούτων
    Sense id: el-ὡραῖα-grc-noun-0VMpstO5
  2. η έμμηνος ρύση των κοριτσιών, κυρίως η πρώτη, όταν δηλαδή από οργανική άποψη έμπαιναν πλέον τα κορίτσια στην αναπαραγωγική ηλικία
    Sense id: el-ὡραῖα-grc-noun-ZbDO1pZK

Adjective [Greek]

Forms: ὡραῖα
Etymology: ὡραῖα < ὡραῖος
  1. ωραία, δηλαδή η ονομαστική, αιτιατική και κλητική του επιθέτου ὡραῖος (όμορφος) Tags: Katharevousa
    Sense id: el-ὡραῖα-el-adj-nzlnleTG
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ὡραῖος στο πολυτονικό από την ελληνιστική εποχή μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα με την έννοια του όμορφου από το μεσαίωνα και μετά (ίσως και από τα χριστιανικά χρόνια) Tags: accusative, nominative, plural, vocative Form of: ὡραῖος
    Sense id: el-ὡραῖα-el-adj-3TVT66GJ

Adverb [Greek]

Forms: ὡραῖα
Etymology: ὡραῖα < ὡραῖος
  1. ωραία Tags: Katharevousa
    Sense id: el-ὡραῖα-el-adv-IxToj0lT
{
  "etymology_text": "ὡραῖα < ὡραῖος",
  "forms": [
    {
      "form": "ὡραῖα",
      "source": "header"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "adv",
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "ωραία"
      ],
      "id": "el-ὡραῖα-el-adv-IxToj0lT",
      "raw_tags": [
        "καθαρεύουσα"
      ],
      "tags": [
        "Katharevousa"
      ]
    }
  ],
  "word": "ὡραῖα"
}

{
  "etymology_text": "ὡραῖα < ὡραῖος",
  "forms": [
    {
      "form": "ὡραῖα",
      "source": "header"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "adj",
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "ωραία, δηλαδή η ονομαστική, αιτιατική και κλητική του επιθέτου ὡραῖος (όμορφος)"
      ],
      "id": "el-ὡραῖα-el-adj-nzlnleTG",
      "raw_tags": [
        "καθαρεύουσα"
      ],
      "tags": [
        "Katharevousa"
      ]
    },
    {
      "form_of": [
        {
          "word": "ὡραῖος"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ὡραῖος στο πολυτονικό από την ελληνιστική εποχή μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα με την έννοια του όμορφου από το μεσαίωνα και μετά (ίσως και από τα χριστιανικά χρόνια)"
      ],
      "id": "el-ὡραῖα-el-adj-3TVT66GJ",
      "tags": [
        "accusative",
        "nominative",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "word": "ὡραῖα"
}

{
  "etymology_text": "ὡραῖα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὡραῖος στον πληθυντικό < ὥρα",
  "forms": [
    {
      "form": "ὡραῖα",
      "source": "header"
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων (: θα δυσκολευθούν να μεταφέρουν <στα πλοία για εξαγωγή> την παραγωγή τους)"
        },
        {
          "text": "ὅσα ἐστὶ τρωκτὰ ὡραῖα (που ήταν φαγώσιμα φρούτα < ή που ήταν καρποί που τρώγονται ωμοί>)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "τα ώριμα φρούτα, η παραγωγή φρούτων"
      ],
      "id": "el-ὡραῖα-grc-noun-0VMpstO5"
    },
    {
      "glosses": [
        "η έμμηνος ρύση των κοριτσιών, κυρίως η πρώτη, όταν δηλαδή από οργανική άποψη έμπαιναν πλέον τα κορίτσια στην αναπαραγωγική ηλικία"
      ],
      "id": "el-ὡραῖα-grc-noun-ZbDO1pZK"
    }
  ],
  "word": "ὡραῖα"
}

{
  "etymology_text": "ὡραῖα: κλιτικός τύπος",
  "forms": [
    {
      "form": "ὡραῖα",
      "source": "header"
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "adj",
  "senses": [
    {
      "form_of": [
        {
          "word": "ὡραῖος"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ὡραῖος"
      ],
      "id": "el-ὡραῖα-grc-adj-15b2ly9L",
      "tags": [
        "accusative",
        "nominative",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "word": "ὡραῖα"
}
{
  "etymology_text": "ὡραῖα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὡραῖος στον πληθυντικό < ὥρα",
  "forms": [
    {
      "form": "ὡραῖα",
      "source": "header"
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "text": "χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων (: θα δυσκολευθούν να μεταφέρουν <στα πλοία για εξαγωγή> την παραγωγή τους)"
        },
        {
          "text": "ὅσα ἐστὶ τρωκτὰ ὡραῖα (που ήταν φαγώσιμα φρούτα < ή που ήταν καρποί που τρώγονται ωμοί>)"
        }
      ],
      "glosses": [
        "τα ώριμα φρούτα, η παραγωγή φρούτων"
      ]
    },
    {
      "glosses": [
        "η έμμηνος ρύση των κοριτσιών, κυρίως η πρώτη, όταν δηλαδή από οργανική άποψη έμπαιναν πλέον τα κορίτσια στην αναπαραγωγική ηλικία"
      ]
    }
  ],
  "word": "ὡραῖα"
}

{
  "etymology_text": "ὡραῖα: κλιτικός τύπος",
  "forms": [
    {
      "form": "ὡραῖα",
      "source": "header"
    }
  ],
  "lang": "Ancient Greek",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "adj",
  "senses": [
    {
      "form_of": [
        {
          "word": "ὡραῖος"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ὡραῖος"
      ],
      "tags": [
        "accusative",
        "nominative",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "word": "ὡραῖα"
}

{
  "etymology_text": "ὡραῖα < ὡραῖος",
  "forms": [
    {
      "form": "ὡραῖα",
      "source": "header"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "adv",
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "ωραία"
      ],
      "raw_tags": [
        "καθαρεύουσα"
      ],
      "tags": [
        "Katharevousa"
      ]
    }
  ],
  "word": "ὡραῖα"
}

{
  "etymology_text": "ὡραῖα < ὡραῖος",
  "forms": [
    {
      "form": "ὡραῖα",
      "source": "header"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "adj",
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "ωραία, δηλαδή η ονομαστική, αιτιατική και κλητική του επιθέτου ὡραῖος (όμορφος)"
      ],
      "raw_tags": [
        "καθαρεύουσα"
      ],
      "tags": [
        "Katharevousa"
      ]
    },
    {
      "form_of": [
        {
          "word": "ὡραῖος"
        }
      ],
      "glosses": [
        "ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ὡραῖος στο πολυτονικό από την ελληνιστική εποχή μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα με την έννοια του όμορφου από το μεσαίωνα και μετά (ίσως και από τα χριστιανικά χρόνια)"
      ],
      "tags": [
        "accusative",
        "nominative",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "word": "ὡραῖα"
}

Download raw JSONL data for ὡραῖα meaning in All languages combined (2.7kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable All languages combined dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-10-19 from the elwiktionary dump dated 2025-10-01 using wiktextract (899f67d and 361bf0e). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.