See ὕλη on Wiktionary
{ "categories": [ { "kind": "other", "name": "Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": ": ὕλη < άγνωστης ετυμολογίας. Δεν ευσταθεί προτεινόμενη σύνδεση με λέξεις που σημαίνουν 'δάσος'όπως η λατινική silva (? πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swel-, *sel-)", "forms": [ { "form": "ὕλη", "raw_tags": [ "θηλυκό" ] } ], "lang": "Ancient Greek", "lang_code": "grc", "pos": "noun", "related": [ { "word": "ὑλο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὑλο- στο Βικιλεξικό" }, { "word": "ἄνυλος" }, { "word": "ἄϋλος" }, { "word": "ἀφύλισμα" }, { "word": "ἀφυλισμός" }, { "word": "ἀφυλίζω" }, { "word": "διύλισις" }, { "word": "διύλισμα" }, { "word": "διυλιστήρ" }, { "word": "διυλιστήριον" }, { "word": "διυλιστός" }, { "word": "διυλίζω" }, { "word": "ἐξυλίζω" }, { "word": "ἐνυλισμένον" }, { "word": "ἔνυλος" }, { "word": "μονόυλος" }, { "word": "παρυλίζω" }, { "word": "πολυυλία" }, { "word": "πολύυλος" }, { "word": "προϋλίζω" }, { "word": "ὕλα" }, { "word": "ὑλαγωγέω" }, { "word": "ὑλαγωγός" }, { "word": "ὑλάζομαι" }, { "word": "Ὑλαία" }, { "word": "ὑλαῖος" }, { "word": "Ὑλαῖος" }, { "word": "ὑλασία" }, { "word": "ὑλαστής" }, { "word": "ὑλάστρια" }, { "word": "ὑλειώτης" }, { "word": "Ὑλέτης" }, { "word": "Ὑλεύς" }, { "word": "Ὓλη" }, { "word": "ὑλήεις" }, { "word": "ὑληφορέω" }, { "word": "ὑληφόρος" }, { "word": "ὑληκοίτης" }, { "word": "ὕλημα" }, { "word": "ὑληνόμος" }, { "word": "ὑληουργός" }, { "word": "ὑληρεύς" }, { "word": "ὑλησκόπος" }, { "word": "ὑλητήρ" }, { "word": "ὑλήτις" }, { "word": "ὑλητόμος" }, { "word": "ὑληώρης" }, { "word": "ὑληωρός" }, { "word": "ὑλιάριος" }, { "word": "ὑλίας" }, { "word": "ὑλιβάτης" }, { "word": "ὑλιβάτους" }, { "word": "ὑλιγενής" }, { "word": "ὑλικός" }, { "word": "ὕλιμος" }, { "word": "ὗλις" }, { "word": "ὑλισμός" }, { "word": "ὑλιστάγιον" }, { "word": "ὑλιστήρ" }, { "word": "ὑλιστήριον" }, { "word": "ὑλιστήριος" }, { "word": "ὑλιστικόν" }, { "word": "ὑλιστός" }, { "word": "ὑλίστριον" }, { "word": "ὑλίτης" }, { "word": "ὑλίζω" }, { "word": "ὑλουργέω" }, { "word": "ὑλουργία" }, { "word": "ὑλουργός" }, { "word": "ὑλοχαρέω" }, { "word": "ὑλοζιδής" }, { "word": "ὑλώδης" }, { "word": "ὑλῷος" }, { "word": "ὑλωρέω" }, { "word": "ὑλωρός" }, { "word": "ὑπεράϋλος" } ], "senses": [ { "examples": [ { "text": "ὑλαῖα ήθη (ο τρόπος ζωής στα δάση, ο άγριος)" }, { "text": "...τὰ δένδρα καὶ ὕλη (δέντρα με καρπούς και δέντρα για ξυλεία)" } ], "glosses": [ "το δάσος, τα δέντρα που δεν φέρουν καρπούς" ], "id": "el-ὕλη-grc-noun-ilQTRJRN" }, { "examples": [ { "text": "※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 4.4, 1 @perseus.tufts.edu", "translation": "πλατύπυγα δὲ ποιοῦσι καὶ ὑψίπρυμνα καὶ ὑψόπρωιρα διὰ τὰς ἀμπώτεις͵ δρυΐνης ὕλης ἧς ἐστιν εὐπορία" }, { "text": "ὕλη οἰκοδομική" } ], "glosses": [ "η ξυλεία" ], "id": "el-ὕλη-grc-noun-gTadYr99" }, { "examples": [ { "text": "ὕλη τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι" }, { "text": "ὕλη ἰατρική" }, { "text": "ἡ ὕλη τῶν ἐμπυημάτων (εκκρίσεις, πύο)" } ], "glosses": [ "το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πλασμένα διάφορα αντικείμενα (όχι όμως συνήθως τα μεταλλικά) ή δημιουργίες (π.χ. ποίηση)" ], "id": "el-ὕλη-grc-noun-s0aW1tNo" }, { "examples": [ { "text": "ὕλη ἐστί τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν → χρειάζεται παράθεμα" } ], "glosses": [ "ό,τι γεννιέται και πεθαίνει, σε αντιδιαστολή προς την ψυχή και το είδος" ], "id": "el-ὕλη-grc-noun-GhvwU~xy", "raw_tags": [ "φιλοσοφία" ] } ], "word": "ὕλη" }
{ "categories": [ "Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)" ], "etymology_text": ": ὕλη < άγνωστης ετυμολογίας. Δεν ευσταθεί προτεινόμενη σύνδεση με λέξεις που σημαίνουν 'δάσος'όπως η λατινική silva (? πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swel-, *sel-)", "forms": [ { "form": "ὕλη", "raw_tags": [ "θηλυκό" ] } ], "lang": "Ancient Greek", "lang_code": "grc", "pos": "noun", "related": [ { "word": "ὑλο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὑλο- στο Βικιλεξικό" }, { "word": "ἄνυλος" }, { "word": "ἄϋλος" }, { "word": "ἀφύλισμα" }, { "word": "ἀφυλισμός" }, { "word": "ἀφυλίζω" }, { "word": "διύλισις" }, { "word": "διύλισμα" }, { "word": "διυλιστήρ" }, { "word": "διυλιστήριον" }, { "word": "διυλιστός" }, { "word": "διυλίζω" }, { "word": "ἐξυλίζω" }, { "word": "ἐνυλισμένον" }, { "word": "ἔνυλος" }, { "word": "μονόυλος" }, { "word": "παρυλίζω" }, { "word": "πολυυλία" }, { "word": "πολύυλος" }, { "word": "προϋλίζω" }, { "word": "ὕλα" }, { "word": "ὑλαγωγέω" }, { "word": "ὑλαγωγός" }, { "word": "ὑλάζομαι" }, { "word": "Ὑλαία" }, { "word": "ὑλαῖος" }, { "word": "Ὑλαῖος" }, { "word": "ὑλασία" }, { "word": "ὑλαστής" }, { "word": "ὑλάστρια" }, { "word": "ὑλειώτης" }, { "word": "Ὑλέτης" }, { "word": "Ὑλεύς" }, { "word": "Ὓλη" }, { "word": "ὑλήεις" }, { "word": "ὑληφορέω" }, { "word": "ὑληφόρος" }, { "word": "ὑληκοίτης" }, { "word": "ὕλημα" }, { "word": "ὑληνόμος" }, { "word": "ὑληουργός" }, { "word": "ὑληρεύς" }, { "word": "ὑλησκόπος" }, { "word": "ὑλητήρ" }, { "word": "ὑλήτις" }, { "word": "ὑλητόμος" }, { "word": "ὑληώρης" }, { "word": "ὑληωρός" }, { "word": "ὑλιάριος" }, { "word": "ὑλίας" }, { "word": "ὑλιβάτης" }, { "word": "ὑλιβάτους" }, { "word": "ὑλιγενής" }, { "word": "ὑλικός" }, { "word": "ὕλιμος" }, { "word": "ὗλις" }, { "word": "ὑλισμός" }, { "word": "ὑλιστάγιον" }, { "word": "ὑλιστήρ" }, { "word": "ὑλιστήριον" }, { "word": "ὑλιστήριος" }, { "word": "ὑλιστικόν" }, { "word": "ὑλιστός" }, { "word": "ὑλίστριον" }, { "word": "ὑλίτης" }, { "word": "ὑλίζω" }, { "word": "ὑλουργέω" }, { "word": "ὑλουργία" }, { "word": "ὑλουργός" }, { "word": "ὑλοχαρέω" }, { "word": "ὑλοζιδής" }, { "word": "ὑλώδης" }, { "word": "ὑλῷος" }, { "word": "ὑλωρέω" }, { "word": "ὑλωρός" }, { "word": "ὑπεράϋλος" } ], "senses": [ { "examples": [ { "text": "ὑλαῖα ήθη (ο τρόπος ζωής στα δάση, ο άγριος)" }, { "text": "...τὰ δένδρα καὶ ὕλη (δέντρα με καρπούς και δέντρα για ξυλεία)" } ], "glosses": [ "το δάσος, τα δέντρα που δεν φέρουν καρπούς" ] }, { "examples": [ { "text": "※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 4.4, 1 @perseus.tufts.edu", "translation": "πλατύπυγα δὲ ποιοῦσι καὶ ὑψίπρυμνα καὶ ὑψόπρωιρα διὰ τὰς ἀμπώτεις͵ δρυΐνης ὕλης ἧς ἐστιν εὐπορία" }, { "text": "ὕλη οἰκοδομική" } ], "glosses": [ "η ξυλεία" ] }, { "examples": [ { "text": "ὕλη τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι" }, { "text": "ὕλη ἰατρική" }, { "text": "ἡ ὕλη τῶν ἐμπυημάτων (εκκρίσεις, πύο)" } ], "glosses": [ "το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πλασμένα διάφορα αντικείμενα (όχι όμως συνήθως τα μεταλλικά) ή δημιουργίες (π.χ. ποίηση)" ] }, { "examples": [ { "text": "ὕλη ἐστί τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν → χρειάζεται παράθεμα" } ], "glosses": [ "ό,τι γεννιέται και πεθαίνει, σε αντιδιαστολή προς την ψυχή και το είδος" ], "raw_tags": [ "φιλοσοφία" ] } ], "word": "ὕλη" }
Download raw JSONL data for ὕλη meaning in All languages combined (4.4kB)
This page is a part of the kaikki.org machine-readable All languages combined dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-09 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (99a4ed9 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.
If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.