"στοργικός" meaning in Greek

See στοργικός in All languages combined, or Wiktionary

Adjective

Head templates: {{head|el|adjective|feminine|στοργική|||||neuter|στοργικό|||g=m|head=|sort=}} στοργικός • (storgikós) m (feminine στοργική, neuter στοργικό), {{el-adj|f=στοργική|n=στοργικό}} στοργικός • (storgikós) m (feminine στοργική, neuter στοργικό) Inflection templates: {{el-decl-adj|abstem=στοργικότατ|compstem=στοργικότερ|dec=ός-ή-ό|stem=στοργικ}}, {{el-decl-adj-a|abstem=στοργικότατ|compstem=στοργικότερ|dec=ός-ή-ό|docnote=|form=|lemma=|nocat=|nopio=|part=|posnote=|stem=στοργικ|stem2=}}, {{el-decl-adj-positive|dec=ός-ή-ό|form=|header=Declension of στοργικός|note=|pionote=Comparative: <i class="Grek mention" lang="el">πιο</i> + positive forms (e.g. πιο στοργικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοργικός, etc.)|stem=στοργικ|stem2=}}, {{el-decl-adj-ός-ή-ό|form=|stem=στοργικ|stem2=}}, {{el-decl-adj-table|στοργικός (storgikós)|στοργική (storgikí)|στοργικό (storgikó)|στοργικοί (storgikoí)|στοργικές (storgikés)|στοργικά (storgiká)|στοργικού (storgikoú)|στοργικής (storgikís)|στοργικού (storgikoú)|στοργικών (storgikón)|στοργικών (storgikón)|στοργικών (storgikón)|στοργικό (storgikó)|στοργική (storgikí)|στοργικό (storgikó)|στοργικούς (storgikoús)|στοργικές (storgikés)|στοργικά (storgiká)|στοργικέ (storgiké)|στοργική (storgikí)|στοργικό (storgikó)|στοργικοί (storgikoí)|στοργικές (storgikés)|στοργικά (storgiká)}}, {{el-decl-adj-degrees|abstem=στοργικότατ|compstem=στοργικότερ|form=|note=}}, {{el-decl-adj-ος-η-ο|form=|stem=στοργικότερ}}, {{el-decl-adj-table|στοργικότερος (storgikóteros)|στοργικότερη (storgikóteri)|στοργικότερο (storgikótero)|στοργικότεροι (storgikóteroi)|στοργικότερες (storgikóteres)|στοργικότερα (storgikótera)|στοργικότερου (storgikóterou)|στοργικότερης (storgikóteris)|στοργικότερου (storgikóterou)|στοργικότερων (storgikóteron)|στοργικότερων (storgikóteron)|στοργικότερων (storgikóteron)|στοργικότερο (storgikótero)|στοργικότερη (storgikóteri)|στοργικότερο (storgikótero)|στοργικότερους (storgikóterous)|στοργικότερες (storgikóteres)|στοργικότερα (storgikótera)|στοργικότερε (storgikótere)|στοργικότερη (storgikóteri)|στοργικότερο (storgikótero)|στοργικότεροι (storgikóteroi)|στοργικότερες (storgikóteres)|στοργικότερα (storgikótera)}}, {{el-decl-adj-ος-η-ο|stem=στοργικότατ}}, {{el-decl-adj-table|στοργικότατος (storgikótatos)|στοργικότατη (storgikótati)|στοργικότατο (storgikótato)|στοργικότατοι (storgikótatoi)|στοργικότατες (storgikótates)|στοργικότατα (storgikótata)|στοργικότατου (storgikótatou)|στοργικότατης (storgikótatis)|στοργικότατου (storgikótatou)|στοργικότατων (storgikótaton)|στοργικότατων (storgikótaton)|στοργικότατων (storgikótaton)|στοργικότατο (storgikótato)|στοργικότατη (storgikótati)|στοργικότατο (storgikótato)|στοργικότατους (storgikótatous)|στοργικότατες (storgikótates)|στοργικότατα (storgikótata)|στοργικότατε (storgikótate)|στοργικότατη (storgikótati)|στοργικότατο (storgikótato)|στοργικότατοι (storgikótatoi)|στοργικότατες (storgikótates)|στοργικότατα (storgikótata)}} Forms: storgikós [romanization], στοργική [feminine], στοργικό [neuter], no-table-tags [table-tags], στοργικότερος [masculine, nominative, singular], στοργικότερη [feminine, nominative, singular], στοργικότερο [neuter, nominative, singular], στοργικότεροι [masculine, nominative, plural], στοργικότερες [feminine, nominative, plural], στοργικότερα [neuter, nominative, plural], στοργικότερου [genitive, masculine, singular], στοργικότερης [feminine, genitive, singular], στοργικότερου [genitive, neuter, singular], στοργικότερων [genitive, masculine, plural], στοργικότερων [feminine, genitive, plural], στοργικότερων [genitive, neuter, plural], στοργικότερο [accusative, masculine, singular], στοργικότερη [accusative, feminine, singular], στοργικότερο [accusative, neuter, singular], στοργικότερους [accusative, masculine, plural], στοργικότερες [accusative, feminine, plural], στοργικότερα [accusative, neuter, plural], στοργικότερε [masculine, singular, vocative], στοργικότερη [feminine, singular, vocative], στοργικότερο [neuter, singular, vocative], στοργικότεροι [masculine, plural, vocative], στοργικότερες [feminine, plural, vocative], στοργικότερα [neuter, plural, vocative], relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στοργικότερος", etc), στοργικότατος [masculine, nominative, singular], στοργικότατη [feminine, nominative, singular], στοργικότατο [neuter, nominative, singular], στοργικότατοι [masculine, nominative, plural], στοργικότατες [feminine, nominative, plural], στοργικότατα [neuter, nominative, plural], στοργικότατου [genitive, masculine, singular], στοργικότατης [feminine, genitive, singular], στοργικότατου [genitive, neuter, singular], στοργικότατων [genitive, masculine, plural], στοργικότατων [feminine, genitive, plural], στοργικότατων [genitive, neuter, plural], στοργικότατο [accusative, masculine, singular], στοργικότατη [accusative, feminine, singular], στοργικότατο [accusative, neuter, singular], στοργικότατους [accusative, masculine, plural], στοργικότατες [accusative, feminine, plural], στοργικότατα [accusative, neuter, plural], στοργικότατε [masculine, singular, vocative], στοργικότατη [feminine, singular, vocative], στοργικότατο [neuter, singular, vocative], στοργικότατοι [masculine, plural, vocative], στοργικότατες [feminine, plural, vocative], στοργικότατα [neuter, plural, vocative], no-table-tags [table-tags], στοργικός [masculine, nominative, singular], στοργική [feminine, nominative, singular], στοργικό [neuter, nominative, singular], στοργικοί [masculine, nominative, plural], στοργικές [feminine, nominative, plural], στοργικά [neuter, nominative, plural], στοργικού [genitive, masculine, singular], στοργικής [feminine, genitive, singular], στοργικού [genitive, neuter, singular], στοργικών [genitive, masculine, plural], στοργικών [feminine, genitive, plural], στοργικών [genitive, neuter, plural], στοργικό [accusative, masculine, singular], στοργική [accusative, feminine, singular], στοργικό [accusative, neuter, singular], στοργικούς [accusative, masculine, plural], στοργικές [accusative, feminine, plural], στοργικά [accusative, neuter, plural], στοργικέ [masculine, singular, vocative], στοργική [feminine, singular, vocative], στοργικό [neuter, singular, vocative], στοργικοί [masculine, plural, vocative], στοργικές [feminine, plural, vocative], στοργικά [neuter, plural, vocative]
  1. loving Synonyms: τρυφερός (tryferós)
{
  "forms": [
    {
      "form": "storgikós",
      "tags": [
        "romanization"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργική",
      "tags": [
        "feminine"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικό",
      "tags": [
        "neuter"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερος",
      "roman": "storgikóteros",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερη",
      "roman": "storgikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερο",
      "roman": "storgikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότεροι",
      "roman": "storgikóteroi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερες",
      "roman": "storgikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερα",
      "roman": "storgikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερου",
      "roman": "storgikóterou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερης",
      "roman": "storgikóteris",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερου",
      "roman": "storgikóterou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερων",
      "roman": "storgikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερων",
      "roman": "storgikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερων",
      "roman": "storgikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερο",
      "roman": "storgikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερη",
      "roman": "storgikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερο",
      "roman": "storgikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερους",
      "roman": "storgikóterous",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερες",
      "roman": "storgikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερα",
      "roman": "storgikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερε",
      "roman": "storgikótere",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερη",
      "roman": "storgikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερο",
      "roman": "storgikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότεροι",
      "roman": "storgikóteroi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερες",
      "roman": "storgikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερα",
      "roman": "storgikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "relative superlative: ο + comparative forms (eg \"ο στοργικότερος\", etc)",
      "source": "declension"
    },
    {
      "form": "στοργικότατος",
      "roman": "storgikótatos",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατη",
      "roman": "storgikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατο",
      "roman": "storgikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατοι",
      "roman": "storgikótatoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατες",
      "roman": "storgikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατα",
      "roman": "storgikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατου",
      "roman": "storgikótatou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατης",
      "roman": "storgikótatis",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατου",
      "roman": "storgikótatou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατων",
      "roman": "storgikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατων",
      "roman": "storgikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατων",
      "roman": "storgikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατο",
      "roman": "storgikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατη",
      "roman": "storgikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατο",
      "roman": "storgikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατους",
      "roman": "storgikótatous",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατες",
      "roman": "storgikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατα",
      "roman": "storgikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατε",
      "roman": "storgikótate",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατη",
      "roman": "storgikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατο",
      "roman": "storgikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατοι",
      "roman": "storgikótatoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατες",
      "roman": "storgikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατα",
      "roman": "storgikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικός",
      "roman": "storgikós",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργική",
      "roman": "storgikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικό",
      "roman": "storgikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικοί",
      "roman": "storgikoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικές",
      "roman": "storgikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικά",
      "roman": "storgiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικού",
      "roman": "storgikoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικής",
      "roman": "storgikís",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικού",
      "roman": "storgikoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικών",
      "roman": "storgikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικών",
      "roman": "storgikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικών",
      "roman": "storgikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικό",
      "roman": "storgikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργική",
      "roman": "storgikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικό",
      "roman": "storgikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικούς",
      "roman": "storgikoús",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικές",
      "roman": "storgikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικά",
      "roman": "storgiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικέ",
      "roman": "storgiké",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργική",
      "roman": "storgikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικό",
      "roman": "storgikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικοί",
      "roman": "storgikoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικές",
      "roman": "storgikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικά",
      "roman": "storgiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "head_templates": [
    {
      "args": {
        "1": "el",
        "10": "στοργικό",
        "11": "",
        "12": "",
        "2": "adjective",
        "3": "feminine",
        "4": "στοργική",
        "5": "",
        "6": "",
        "7": "",
        "8": "",
        "9": "neuter",
        "g": "m",
        "head": "",
        "sort": ""
      },
      "expansion": "στοργικός • (storgikós) m (feminine στοργική, neuter στοργικό)",
      "name": "head"
    },
    {
      "args": {
        "f": "στοργική",
        "n": "στοργικό"
      },
      "expansion": "στοργικός • (storgikós) m (feminine στοργική, neuter στοργικό)",
      "name": "el-adj"
    }
  ],
  "inflection_templates": [
    {
      "args": {
        "abstem": "στοργικότατ",
        "compstem": "στοργικότερ",
        "dec": "ός-ή-ό",
        "stem": "στοργικ"
      },
      "name": "el-decl-adj"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "στοργικότατ",
        "compstem": "στοργικότερ",
        "dec": "ός-ή-ό",
        "docnote": "",
        "form": "",
        "lemma": "",
        "nocat": "",
        "nopio": "",
        "part": "",
        "posnote": "",
        "stem": "στοργικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-a"
    },
    {
      "args": {
        "dec": "ός-ή-ό",
        "form": "",
        "header": "Declension of στοργικός",
        "note": "",
        "pionote": "Comparative: <i class=\"Grek mention\" lang=\"el\">πιο</i> + positive forms (e.g. πιο στοργικός, etc.)\n Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοργικός, etc.)",
        "stem": "στοργικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-positive"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "στοργικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-ός-ή-ό"
    },
    {
      "args": {
        "1": "στοργικός (storgikós)",
        "10": "στοργικών (storgikón)",
        "11": "στοργικών (storgikón)",
        "12": "στοργικών (storgikón)",
        "13": "στοργικό (storgikó)",
        "14": "στοργική (storgikí)",
        "15": "στοργικό (storgikó)",
        "16": "στοργικούς (storgikoús)",
        "17": "στοργικές (storgikés)",
        "18": "στοργικά (storgiká)",
        "19": "στοργικέ (storgiké)",
        "2": "στοργική (storgikí)",
        "20": "στοργική (storgikí)",
        "21": "στοργικό (storgikó)",
        "22": "στοργικοί (storgikoí)",
        "23": "στοργικές (storgikés)",
        "24": "στοργικά (storgiká)",
        "3": "στοργικό (storgikó)",
        "4": "στοργικοί (storgikoí)",
        "5": "στοργικές (storgikés)",
        "6": "στοργικά (storgiká)",
        "7": "στοργικού (storgikoú)",
        "8": "στοργικής (storgikís)",
        "9": "στοργικού (storgikoú)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "στοργικότατ",
        "compstem": "στοργικότερ",
        "form": "",
        "note": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-degrees"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "στοργικότερ"
      },
      "name": "el-decl-adj-ος-η-ο"
    },
    {
      "args": {
        "1": "στοργικότερος (storgikóteros)",
        "10": "στοργικότερων (storgikóteron)",
        "11": "στοργικότερων (storgikóteron)",
        "12": "στοργικότερων (storgikóteron)",
        "13": "στοργικότερο (storgikótero)",
        "14": "στοργικότερη (storgikóteri)",
        "15": "στοργικότερο (storgikótero)",
        "16": "στοργικότερους (storgikóterous)",
        "17": "στοργικότερες (storgikóteres)",
        "18": "στοργικότερα (storgikótera)",
        "19": "στοργικότερε (storgikótere)",
        "2": "στοργικότερη (storgikóteri)",
        "20": "στοργικότερη (storgikóteri)",
        "21": "στοργικότερο (storgikótero)",
        "22": "στοργικότεροι (storgikóteroi)",
        "23": "στοργικότερες (storgikóteres)",
        "24": "στοργικότερα (storgikótera)",
        "3": "στοργικότερο (storgikótero)",
        "4": "στοργικότεροι (storgikóteroi)",
        "5": "στοργικότερες (storgikóteres)",
        "6": "στοργικότερα (storgikótera)",
        "7": "στοργικότερου (storgikóterou)",
        "8": "στοργικότερης (storgikóteris)",
        "9": "στοργικότερου (storgikóterou)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    },
    {
      "args": {
        "stem": "στοργικότατ"
      },
      "name": "el-decl-adj-ος-η-ο"
    },
    {
      "args": {
        "1": "στοργικότατος (storgikótatos)",
        "10": "στοργικότατων (storgikótaton)",
        "11": "στοργικότατων (storgikótaton)",
        "12": "στοργικότατων (storgikótaton)",
        "13": "στοργικότατο (storgikótato)",
        "14": "στοργικότατη (storgikótati)",
        "15": "στοργικότατο (storgikótato)",
        "16": "στοργικότατους (storgikótatous)",
        "17": "στοργικότατες (storgikótates)",
        "18": "στοργικότατα (storgikótata)",
        "19": "στοργικότατε (storgikótate)",
        "2": "στοργικότατη (storgikótati)",
        "20": "στοργικότατη (storgikótati)",
        "21": "στοργικότατο (storgikótato)",
        "22": "στοργικότατοι (storgikótatoi)",
        "23": "στοργικότατες (storgikótates)",
        "24": "στοργικότατα (storgikótata)",
        "3": "στοργικότατο (storgikótato)",
        "4": "στοργικότατοι (storgikótatoi)",
        "5": "στοργικότατες (storgikótates)",
        "6": "στοργικότατα (storgikótata)",
        "7": "στοργικότατου (storgikótatou)",
        "8": "στοργικότατης (storgikótatis)",
        "9": "στοργικότατου (storgikótatou)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "adj",
  "senses": [
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Greek adjectives in declension ός-ή-ό",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Greek entries with incorrect language header",
          "parents": [
            "Entries with incorrect language header",
            "Entry maintenance"
          ],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Pages with 1 entry",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Pages with entries",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "glosses": [
        "loving"
      ],
      "id": "en-στοργικός-el-adj-bMKdRs3I",
      "links": [
        [
          "loving",
          "loving"
        ]
      ],
      "synonyms": [
        {
          "roman": "tryferós",
          "word": "τρυφερός"
        }
      ]
    }
  ],
  "word": "στοργικός"
}
{
  "forms": [
    {
      "form": "storgikós",
      "tags": [
        "romanization"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργική",
      "tags": [
        "feminine"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικό",
      "tags": [
        "neuter"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερος",
      "roman": "storgikóteros",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερη",
      "roman": "storgikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερο",
      "roman": "storgikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότεροι",
      "roman": "storgikóteroi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερες",
      "roman": "storgikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερα",
      "roman": "storgikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερου",
      "roman": "storgikóterou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερης",
      "roman": "storgikóteris",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερου",
      "roman": "storgikóterou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερων",
      "roman": "storgikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερων",
      "roman": "storgikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερων",
      "roman": "storgikóteron",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερο",
      "roman": "storgikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερη",
      "roman": "storgikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερο",
      "roman": "storgikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερους",
      "roman": "storgikóterous",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερες",
      "roman": "storgikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερα",
      "roman": "storgikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερε",
      "roman": "storgikótere",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερη",
      "roman": "storgikóteri",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερο",
      "roman": "storgikótero",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότεροι",
      "roman": "storgikóteroi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερες",
      "roman": "storgikóteres",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότερα",
      "roman": "storgikótera",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "relative superlative: ο + comparative forms (eg \"ο στοργικότερος\", etc)",
      "source": "declension"
    },
    {
      "form": "στοργικότατος",
      "roman": "storgikótatos",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατη",
      "roman": "storgikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατο",
      "roman": "storgikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατοι",
      "roman": "storgikótatoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατες",
      "roman": "storgikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατα",
      "roman": "storgikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατου",
      "roman": "storgikótatou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατης",
      "roman": "storgikótatis",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατου",
      "roman": "storgikótatou",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατων",
      "roman": "storgikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατων",
      "roman": "storgikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατων",
      "roman": "storgikótaton",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατο",
      "roman": "storgikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατη",
      "roman": "storgikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατο",
      "roman": "storgikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατους",
      "roman": "storgikótatous",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατες",
      "roman": "storgikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατα",
      "roman": "storgikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατε",
      "roman": "storgikótate",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατη",
      "roman": "storgikótati",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατο",
      "roman": "storgikótato",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατοι",
      "roman": "storgikótatoi",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατες",
      "roman": "storgikótates",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικότατα",
      "roman": "storgikótata",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "no-table-tags",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "table-tags"
      ]
    },
    {
      "form": "el-decl-adj",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "inflection-template"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικός",
      "roman": "storgikós",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργική",
      "roman": "storgikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικό",
      "roman": "storgikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικοί",
      "roman": "storgikoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικές",
      "roman": "storgikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικά",
      "roman": "storgiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "nominative",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικού",
      "roman": "storgikoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικής",
      "roman": "storgikís",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικού",
      "roman": "storgikoú",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικών",
      "roman": "storgikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικών",
      "roman": "storgikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "genitive",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικών",
      "roman": "storgikón",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "genitive",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικό",
      "roman": "storgikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργική",
      "roman": "storgikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικό",
      "roman": "storgikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "singular"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικούς",
      "roman": "storgikoús",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "masculine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικές",
      "roman": "storgikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "feminine",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικά",
      "roman": "storgiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "accusative",
        "neuter",
        "plural"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικέ",
      "roman": "storgiké",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργική",
      "roman": "storgikí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικό",
      "roman": "storgikó",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "singular",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικοί",
      "roman": "storgikoí",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "masculine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικές",
      "roman": "storgikés",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "feminine",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    },
    {
      "form": "στοργικά",
      "roman": "storgiká",
      "source": "declension",
      "tags": [
        "neuter",
        "plural",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "head_templates": [
    {
      "args": {
        "1": "el",
        "10": "στοργικό",
        "11": "",
        "12": "",
        "2": "adjective",
        "3": "feminine",
        "4": "στοργική",
        "5": "",
        "6": "",
        "7": "",
        "8": "",
        "9": "neuter",
        "g": "m",
        "head": "",
        "sort": ""
      },
      "expansion": "στοργικός • (storgikós) m (feminine στοργική, neuter στοργικό)",
      "name": "head"
    },
    {
      "args": {
        "f": "στοργική",
        "n": "στοργικό"
      },
      "expansion": "στοργικός • (storgikós) m (feminine στοργική, neuter στοργικό)",
      "name": "el-adj"
    }
  ],
  "inflection_templates": [
    {
      "args": {
        "abstem": "στοργικότατ",
        "compstem": "στοργικότερ",
        "dec": "ός-ή-ό",
        "stem": "στοργικ"
      },
      "name": "el-decl-adj"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "στοργικότατ",
        "compstem": "στοργικότερ",
        "dec": "ός-ή-ό",
        "docnote": "",
        "form": "",
        "lemma": "",
        "nocat": "",
        "nopio": "",
        "part": "",
        "posnote": "",
        "stem": "στοργικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-a"
    },
    {
      "args": {
        "dec": "ός-ή-ό",
        "form": "",
        "header": "Declension of στοργικός",
        "note": "",
        "pionote": "Comparative: <i class=\"Grek mention\" lang=\"el\">πιο</i> + positive forms (e.g. πιο στοργικός, etc.)\n Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοργικός, etc.)",
        "stem": "στοργικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-positive"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "στοργικ",
        "stem2": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-ός-ή-ό"
    },
    {
      "args": {
        "1": "στοργικός (storgikós)",
        "10": "στοργικών (storgikón)",
        "11": "στοργικών (storgikón)",
        "12": "στοργικών (storgikón)",
        "13": "στοργικό (storgikó)",
        "14": "στοργική (storgikí)",
        "15": "στοργικό (storgikó)",
        "16": "στοργικούς (storgikoús)",
        "17": "στοργικές (storgikés)",
        "18": "στοργικά (storgiká)",
        "19": "στοργικέ (storgiké)",
        "2": "στοργική (storgikí)",
        "20": "στοργική (storgikí)",
        "21": "στοργικό (storgikó)",
        "22": "στοργικοί (storgikoí)",
        "23": "στοργικές (storgikés)",
        "24": "στοργικά (storgiká)",
        "3": "στοργικό (storgikó)",
        "4": "στοργικοί (storgikoí)",
        "5": "στοργικές (storgikés)",
        "6": "στοργικά (storgiká)",
        "7": "στοργικού (storgikoú)",
        "8": "στοργικής (storgikís)",
        "9": "στοργικού (storgikoú)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    },
    {
      "args": {
        "abstem": "στοργικότατ",
        "compstem": "στοργικότερ",
        "form": "",
        "note": ""
      },
      "name": "el-decl-adj-degrees"
    },
    {
      "args": {
        "form": "",
        "stem": "στοργικότερ"
      },
      "name": "el-decl-adj-ος-η-ο"
    },
    {
      "args": {
        "1": "στοργικότερος (storgikóteros)",
        "10": "στοργικότερων (storgikóteron)",
        "11": "στοργικότερων (storgikóteron)",
        "12": "στοργικότερων (storgikóteron)",
        "13": "στοργικότερο (storgikótero)",
        "14": "στοργικότερη (storgikóteri)",
        "15": "στοργικότερο (storgikótero)",
        "16": "στοργικότερους (storgikóterous)",
        "17": "στοργικότερες (storgikóteres)",
        "18": "στοργικότερα (storgikótera)",
        "19": "στοργικότερε (storgikótere)",
        "2": "στοργικότερη (storgikóteri)",
        "20": "στοργικότερη (storgikóteri)",
        "21": "στοργικότερο (storgikótero)",
        "22": "στοργικότεροι (storgikóteroi)",
        "23": "στοργικότερες (storgikóteres)",
        "24": "στοργικότερα (storgikótera)",
        "3": "στοργικότερο (storgikótero)",
        "4": "στοργικότεροι (storgikóteroi)",
        "5": "στοργικότερες (storgikóteres)",
        "6": "στοργικότερα (storgikótera)",
        "7": "στοργικότερου (storgikóterou)",
        "8": "στοργικότερης (storgikóteris)",
        "9": "στοργικότερου (storgikóterou)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    },
    {
      "args": {
        "stem": "στοργικότατ"
      },
      "name": "el-decl-adj-ος-η-ο"
    },
    {
      "args": {
        "1": "στοργικότατος (storgikótatos)",
        "10": "στοργικότατων (storgikótaton)",
        "11": "στοργικότατων (storgikótaton)",
        "12": "στοργικότατων (storgikótaton)",
        "13": "στοργικότατο (storgikótato)",
        "14": "στοργικότατη (storgikótati)",
        "15": "στοργικότατο (storgikótato)",
        "16": "στοργικότατους (storgikótatous)",
        "17": "στοργικότατες (storgikótates)",
        "18": "στοργικότατα (storgikótata)",
        "19": "στοργικότατε (storgikótate)",
        "2": "στοργικότατη (storgikótati)",
        "20": "στοργικότατη (storgikótati)",
        "21": "στοργικότατο (storgikótato)",
        "22": "στοργικότατοι (storgikótatoi)",
        "23": "στοργικότατες (storgikótates)",
        "24": "στοργικότατα (storgikótata)",
        "3": "στοργικότατο (storgikótato)",
        "4": "στοργικότατοι (storgikótatoi)",
        "5": "στοργικότατες (storgikótates)",
        "6": "στοργικότατα (storgikótata)",
        "7": "στοργικότατου (storgikótatou)",
        "8": "στοργικότατης (storgikótatis)",
        "9": "στοργικότατου (storgikótatou)"
      },
      "name": "el-decl-adj-table"
    }
  ],
  "lang": "Greek",
  "lang_code": "el",
  "pos": "adj",
  "senses": [
    {
      "categories": [
        "Greek adjectives",
        "Greek adjectives in declension ός-ή-ό",
        "Greek entries with incorrect language header",
        "Greek lemmas",
        "Pages with 1 entry",
        "Pages with entries"
      ],
      "glosses": [
        "loving"
      ],
      "links": [
        [
          "loving",
          "loving"
        ]
      ]
    }
  ],
  "synonyms": [
    {
      "roman": "tryferós",
      "word": "τρυφερός"
    }
  ],
  "word": "στοργικός"
}

Download raw JSONL data for στοργικός meaning in Greek (15.4kB)

{
  "called_from": "parser/1336",
  "msg": "no corresponding start tag found for </div>",
  "path": [
    "στοργικός"
  ],
  "section": "Greek",
  "subsection": "adjective",
  "title": "στοργικός",
  "trace": ""
}

{
  "called_from": "parser/1336",
  "msg": "no corresponding start tag found for </div>",
  "path": [
    "στοργικός"
  ],
  "section": "Greek",
  "subsection": "adjective",
  "title": "στοργικός",
  "trace": ""
}

{
  "called_from": "inflection/2466",
  "msg": "accepted heuristic header: table cell identified as header and given candidate status, AND the cleaned text is in LANGUAGES_WITH_CELLS_AS_HEADERS[Greek]; cleaned text: derivations",
  "path": [
    "στοργικός"
  ],
  "section": "Greek",
  "subsection": "adjective",
  "title": "στοργικός",
  "trace": ""
}

{
  "called_from": "inflection/1826",
  "msg": "inflection table: empty tags for relative superlative: ο + comparative forms (eg \"ο στοργικότερος\", etc)",
  "path": [
    "στοργικός"
  ],
  "section": "Greek",
  "subsection": "adjective",
  "title": "στοργικός",
  "trace": ""
}

This page is a part of the kaikki.org machine-readable Greek dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2024-12-21 from the enwiktionary dump dated 2024-12-04 using wiktextract (d8cb2f3 and 4e554ae). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.