"φθινόπωρον" meaning in Altgriechisch

See φθινόπωρον in All languages combined, or Wiktionary

Noun

Etymology: zugrunde liegt das Verb φθίνω (phthinō^☆) ^(→ grc) und das Substantiv ὀπώρα (opōra^☆) ^(→ grc)
  1. Spätherbst
    Sense id: de-φθινόπωρον-grc-noun-pr20Q8GY
The following are not (yet) sense-disambiguated
Synonyms: μετόπωρον Derived forms: φθινοπωρινός Translations (Meteorologie: Spätherbst): Spätherbst [masculine] (Deutsch)
{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Altgriechisch",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Anagramm sortiert (Altgriechisch)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Rückläufige Wörterliste (Altgriechisch)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Substantiv (Altgriechisch)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Siehe auch",
      "orig": "siehe auch",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Übersetzungen (Altgriechisch)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "derived": [
    {
      "sense_index": "1",
      "word": "φθινοπωρινός"
    }
  ],
  "etymology_text": "zugrunde liegt das Verb φθίνω (phthinō^☆) ^(→ grc) und das Substantiv ὀπώρα (opōra^☆) ^(→ grc)",
  "hyphenation": "φθιν·όπ·ω·ρον",
  "lang": "Altgriechisch",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "ref": "Herodot, Historiae, 4,42",
          "text": "„Ὁρμηθέντες ὦν οἱ Φοίνικες ἐκ τῆς Ἐρυθρῆς θαλάσσης ἔπλεον τὴν νοτίην θάλασσαν· ὅκως δὲ γίνοιτο φθινόπωρον, προσσχόντες ἂν σπείρεσκον τὴν γῆν, ἵνα ἑκάστοτε τῆς Λιβύης πλέοντες γινοίατο, καὶ μένεσκον τὸν ἄμητον· θερίσαντες δ’ ἂν τὸν σῖτον ἔπλεον, ὥστε δύο ἐτέων διεξελθόντων τρίτῳ ἔτεϊ κάμψαντες Ἡρακλέας στήλας ἀπίκοντο ἐς Αἴγυπτον.“"
        },
        {
          "ref": "Herodot, Historiae, 9,117",
          "text": "„Ἐπεὶ δὲ πολιορκεομένοισί σφι φθινόπωρον ἐπεγίνετο, καὶ ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ἀπό τε τῆς ἑωυτῶν ἀποδημέοντες καὶ οὐ δυνάμενοι ἐξελεῖν τὸ τεῖχος, ἐδέοντο [τε] τῶν στρατηγῶν ὅκως ἀπάγοιεν σφέας ὀπίσω·“"
        },
        {
          "ref": "Hippocrates, Aphorismi, 1,18",
          "text": "„Θέρεος καὶ φθινοπώρου σιτία δυσφορώτατα φέρουσι, χειμῶνος ῥήϊστα, ἦρος δεύτερον.“"
        },
        {
          "ref": "Thucydides, Historiae, 2,31,1",
          "text": "„ Περὶ δὲ τὸ φθινόπωρον τοῦ θέρους τούτου Ἀθηναῖοι πανδημεί, αὐτοὶ καὶ οἱ μέτοικοι, ἐσέβαλον ἐς τὴν Μεγαρίδα Περικλέους τοῦ Ξανθίππου στρατηγοῦντος.“"
        },
        {
          "ref": "Aristoteles, Historia animalium, 601b25",
          "text": "„Αὐτῶν δὲ τῶν ὑδάτων οἱ θερινοὶ ὄμβροι μᾶλλον συμφέρουσι τοῖς πλείστοις ἰχθύσι, καὶ ὅταν τὸ ἔαρ καὶ τὸ θέρος καὶ τὸ φθινόπωρον γένηται ἐπόμβριον, ὁ δὲ χειμὼν εὐδιεινός.“"
        }
      ],
      "glosses": [
        "Spätherbst"
      ],
      "id": "de-φθινόπωρον-grc-noun-pr20Q8GY",
      "raw_tags": [
        "Meteorologie"
      ],
      "sense_index": "1"
    }
  ],
  "synonyms": [
    {
      "sense_index": "1",
      "word": "μετόπωρον"
    }
  ],
  "tags": [
    "neuter"
  ],
  "translations": [
    {
      "lang": "Deutsch",
      "lang_code": "de",
      "sense": "Meteorologie: Spätherbst",
      "sense_index": "1",
      "tags": [
        "masculine"
      ],
      "word": "Spätherbst"
    }
  ],
  "word": "φθινόπωρον"
}
{
  "categories": [
    "Altgriechisch",
    "Anagramm sortiert (Altgriechisch)",
    "Rückläufige Wörterliste (Altgriechisch)",
    "Substantiv (Altgriechisch)",
    "siehe auch",
    "Übersetzungen (Altgriechisch)"
  ],
  "derived": [
    {
      "sense_index": "1",
      "word": "φθινοπωρινός"
    }
  ],
  "etymology_text": "zugrunde liegt das Verb φθίνω (phthinō^☆) ^(→ grc) und das Substantiv ὀπώρα (opōra^☆) ^(→ grc)",
  "hyphenation": "φθιν·όπ·ω·ρον",
  "lang": "Altgriechisch",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "ref": "Herodot, Historiae, 4,42",
          "text": "„Ὁρμηθέντες ὦν οἱ Φοίνικες ἐκ τῆς Ἐρυθρῆς θαλάσσης ἔπλεον τὴν νοτίην θάλασσαν· ὅκως δὲ γίνοιτο φθινόπωρον, προσσχόντες ἂν σπείρεσκον τὴν γῆν, ἵνα ἑκάστοτε τῆς Λιβύης πλέοντες γινοίατο, καὶ μένεσκον τὸν ἄμητον· θερίσαντες δ’ ἂν τὸν σῖτον ἔπλεον, ὥστε δύο ἐτέων διεξελθόντων τρίτῳ ἔτεϊ κάμψαντες Ἡρακλέας στήλας ἀπίκοντο ἐς Αἴγυπτον.“"
        },
        {
          "ref": "Herodot, Historiae, 9,117",
          "text": "„Ἐπεὶ δὲ πολιορκεομένοισί σφι φθινόπωρον ἐπεγίνετο, καὶ ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ἀπό τε τῆς ἑωυτῶν ἀποδημέοντες καὶ οὐ δυνάμενοι ἐξελεῖν τὸ τεῖχος, ἐδέοντο [τε] τῶν στρατηγῶν ὅκως ἀπάγοιεν σφέας ὀπίσω·“"
        },
        {
          "ref": "Hippocrates, Aphorismi, 1,18",
          "text": "„Θέρεος καὶ φθινοπώρου σιτία δυσφορώτατα φέρουσι, χειμῶνος ῥήϊστα, ἦρος δεύτερον.“"
        },
        {
          "ref": "Thucydides, Historiae, 2,31,1",
          "text": "„ Περὶ δὲ τὸ φθινόπωρον τοῦ θέρους τούτου Ἀθηναῖοι πανδημεί, αὐτοὶ καὶ οἱ μέτοικοι, ἐσέβαλον ἐς τὴν Μεγαρίδα Περικλέους τοῦ Ξανθίππου στρατηγοῦντος.“"
        },
        {
          "ref": "Aristoteles, Historia animalium, 601b25",
          "text": "„Αὐτῶν δὲ τῶν ὑδάτων οἱ θερινοὶ ὄμβροι μᾶλλον συμφέρουσι τοῖς πλείστοις ἰχθύσι, καὶ ὅταν τὸ ἔαρ καὶ τὸ θέρος καὶ τὸ φθινόπωρον γένηται ἐπόμβριον, ὁ δὲ χειμὼν εὐδιεινός.“"
        }
      ],
      "glosses": [
        "Spätherbst"
      ],
      "raw_tags": [
        "Meteorologie"
      ],
      "sense_index": "1"
    }
  ],
  "synonyms": [
    {
      "sense_index": "1",
      "word": "μετόπωρον"
    }
  ],
  "tags": [
    "neuter"
  ],
  "translations": [
    {
      "lang": "Deutsch",
      "lang_code": "de",
      "sense": "Meteorologie: Spätherbst",
      "sense_index": "1",
      "tags": [
        "masculine"
      ],
      "word": "Spätherbst"
    }
  ],
  "word": "φθινόπωρον"
}

Download raw JSONL data for φθινόπωρον meaning in Altgriechisch (2.9kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable Altgriechisch dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2024-12-21 from the dewiktionary dump dated 2024-12-20 using wiktextract (d8cb2f3 and 4e554ae). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.