"χιόνι" meaning in Grec

See χιόνι in All languages combined, or Wiktionary

Noun

IPA: \ˈço.ni\
Forms: το [singular, nominative], τα [plural, nominative], χιόνια [plural, nominative], του [singular, genitive], χιονιού [singular, genitive], των [plural, genitive], χιονιών [plural, genitive], το [singular, accusative], τα [plural, accusative], χιόνια [plural, accusative], χιόνια [singular, vocative]
  1. Neige.
    Sense id: fr-χιόνι-el-noun-7D~pRXmI Categories (other): Exemples en grec, Lexique en grec de la météorologie Topics: meteorology
The following are not (yet) sense-disambiguated
Categories (other): Mots en grec issus d’un mot en grec ancien, Noms communs en grec, Grec Derived forms: χιονάκι, χιονάτος, χιονένιος, χιονιάς, χιονίζει, χιονισμένος, χιονιστής, χιονίστρα, χιονοειδής, χιονώδης, εκχιονίζω, εκχιονισμός, εκχιονιστήρας, εκχιονιστικός, χιονάνθρωπος, χιονοβολή, χιονοβόλημα, χιονοβόλος, χιονοβροχή, χιονόβροχο, χιονοδρομία, χιονοδρομικός, χιονοδρόμιο, χιονοδρόμος, χιονοθύελλα, χιονόλευκος, χιονόμαλλος, χιονομετρία, χιονομετρικός, χιονόμετρο, χιονόμπαλα, χιονόνερο, χιονονιφάδα, χιονοπέδιλο, χιονοπόλεμος, χιονόπτωση, χιονοσκεπασμένος, χιονοσκεπής, χιονοστεφής, χιονοστιβάδα, χιονοστρόβιλος, χιονόσφαιρα, Χιονάτη
{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Mots en grec issus d’un mot en grec ancien",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Noms communs en grec",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Grec",
      "orig": "grec",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "derived": [
    {
      "word": "χιονάκι"
    },
    {
      "word": "χιονάτος"
    },
    {
      "word": "χιονένιος"
    },
    {
      "word": "χιονιάς"
    },
    {
      "word": "χιονίζει"
    },
    {
      "word": "χιονισμένος"
    },
    {
      "word": "χιονιστής"
    },
    {
      "word": "χιονίστρα"
    },
    {
      "word": "χιονοειδής"
    },
    {
      "word": "χιονώδης"
    },
    {
      "translation": "déneiger",
      "word": "εκχιονίζω"
    },
    {
      "word": "εκχιονισμός"
    },
    {
      "word": "εκχιονιστήρας"
    },
    {
      "word": "εκχιονιστικός"
    },
    {
      "translation": "bonhomme de neige",
      "word": "χιονάνθρωπος"
    },
    {
      "word": "χιονοβολή"
    },
    {
      "word": "χιονοβόλημα"
    },
    {
      "word": "χιονοβόλος"
    },
    {
      "word": "χιονοβροχή"
    },
    {
      "word": "χιονόβροχο"
    },
    {
      "word": "χιονοδρομία"
    },
    {
      "word": "χιονοδρομικός"
    },
    {
      "word": "χιονοδρόμιο"
    },
    {
      "word": "χιονοδρόμος"
    },
    {
      "word": "χιονοθύελλα"
    },
    {
      "word": "χιονόλευκος"
    },
    {
      "word": "χιονόμαλλος"
    },
    {
      "word": "χιονομετρία"
    },
    {
      "word": "χιονομετρικός"
    },
    {
      "word": "χιονόμετρο"
    },
    {
      "word": "χιονόμπαλα"
    },
    {
      "word": "χιονόνερο"
    },
    {
      "word": "χιονονιφάδα"
    },
    {
      "word": "χιονοπέδιλο"
    },
    {
      "word": "χιονοπόλεμος"
    },
    {
      "translation": "chute de neige",
      "word": "χιονόπτωση"
    },
    {
      "word": "χιονοσκεπασμένος"
    },
    {
      "word": "χιονοσκεπής"
    },
    {
      "word": "χιονοστεφής"
    },
    {
      "word": "χιονοστιβάδα"
    },
    {
      "word": "χιονοστρόβιλος"
    },
    {
      "word": "χιονόσφαιρα"
    },
    {
      "translation": "Blanche-Neige",
      "word": "Χιονάτη"
    }
  ],
  "etymology_texts": [
    "Du grec ancien χιών, khiṓn via son diminutif χιόνιον, khiónion."
  ],
  "forms": [
    {
      "form": "το",
      "tags": [
        "singular",
        "nominative"
      ]
    },
    {
      "form": "τα",
      "tags": [
        "plural",
        "nominative"
      ]
    },
    {
      "form": "χιόνια",
      "tags": [
        "plural",
        "nominative"
      ]
    },
    {
      "form": "του",
      "tags": [
        "singular",
        "genitive"
      ]
    },
    {
      "form": "χιονιού",
      "tags": [
        "singular",
        "genitive"
      ]
    },
    {
      "form": "των",
      "tags": [
        "plural",
        "genitive"
      ]
    },
    {
      "form": "χιονιών",
      "tags": [
        "plural",
        "genitive"
      ]
    },
    {
      "form": "το",
      "tags": [
        "singular",
        "accusative"
      ]
    },
    {
      "form": "τα",
      "tags": [
        "plural",
        "accusative"
      ]
    },
    {
      "form": "χιόνια",
      "tags": [
        "plural",
        "accusative"
      ]
    },
    {
      "form": "χιόνια",
      "tags": [
        "singular",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Grec",
  "lang_code": "el",
  "pos": "noun",
  "pos_title": "Nom commun",
  "senses": [
    {
      "categories": [
        {
          "kind": "other",
          "name": "Exemples en grec",
          "parents": [],
          "source": "w"
        },
        {
          "kind": "other",
          "name": "Lexique en grec de la météorologie",
          "parents": [],
          "source": "w"
        }
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "Το πυκνό χιόνι μάς εμπόδιζε να βαδίσουμε πιο γρήγορα.",
          "translation": "La neige épaisse nous empêchait de marcher plus vite."
        }
      ],
      "glosses": [
        "Neige."
      ],
      "id": "fr-χιόνι-el-noun-7D~pRXmI",
      "topics": [
        "meteorology"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "zh_pron": "χιόνι"
    },
    {
      "zh_pron": "chióni"
    },
    {
      "ipa": "\\ˈço.ni\\"
    }
  ],
  "tags": [
    "neuter"
  ],
  "word": "χιόνι"
}
{
  "categories": [
    "Mots en grec issus d’un mot en grec ancien",
    "Noms communs en grec",
    "grec"
  ],
  "derived": [
    {
      "word": "χιονάκι"
    },
    {
      "word": "χιονάτος"
    },
    {
      "word": "χιονένιος"
    },
    {
      "word": "χιονιάς"
    },
    {
      "word": "χιονίζει"
    },
    {
      "word": "χιονισμένος"
    },
    {
      "word": "χιονιστής"
    },
    {
      "word": "χιονίστρα"
    },
    {
      "word": "χιονοειδής"
    },
    {
      "word": "χιονώδης"
    },
    {
      "translation": "déneiger",
      "word": "εκχιονίζω"
    },
    {
      "word": "εκχιονισμός"
    },
    {
      "word": "εκχιονιστήρας"
    },
    {
      "word": "εκχιονιστικός"
    },
    {
      "translation": "bonhomme de neige",
      "word": "χιονάνθρωπος"
    },
    {
      "word": "χιονοβολή"
    },
    {
      "word": "χιονοβόλημα"
    },
    {
      "word": "χιονοβόλος"
    },
    {
      "word": "χιονοβροχή"
    },
    {
      "word": "χιονόβροχο"
    },
    {
      "word": "χιονοδρομία"
    },
    {
      "word": "χιονοδρομικός"
    },
    {
      "word": "χιονοδρόμιο"
    },
    {
      "word": "χιονοδρόμος"
    },
    {
      "word": "χιονοθύελλα"
    },
    {
      "word": "χιονόλευκος"
    },
    {
      "word": "χιονόμαλλος"
    },
    {
      "word": "χιονομετρία"
    },
    {
      "word": "χιονομετρικός"
    },
    {
      "word": "χιονόμετρο"
    },
    {
      "word": "χιονόμπαλα"
    },
    {
      "word": "χιονόνερο"
    },
    {
      "word": "χιονονιφάδα"
    },
    {
      "word": "χιονοπέδιλο"
    },
    {
      "word": "χιονοπόλεμος"
    },
    {
      "translation": "chute de neige",
      "word": "χιονόπτωση"
    },
    {
      "word": "χιονοσκεπασμένος"
    },
    {
      "word": "χιονοσκεπής"
    },
    {
      "word": "χιονοστεφής"
    },
    {
      "word": "χιονοστιβάδα"
    },
    {
      "word": "χιονοστρόβιλος"
    },
    {
      "word": "χιονόσφαιρα"
    },
    {
      "translation": "Blanche-Neige",
      "word": "Χιονάτη"
    }
  ],
  "etymology_texts": [
    "Du grec ancien χιών, khiṓn via son diminutif χιόνιον, khiónion."
  ],
  "forms": [
    {
      "form": "το",
      "tags": [
        "singular",
        "nominative"
      ]
    },
    {
      "form": "τα",
      "tags": [
        "plural",
        "nominative"
      ]
    },
    {
      "form": "χιόνια",
      "tags": [
        "plural",
        "nominative"
      ]
    },
    {
      "form": "του",
      "tags": [
        "singular",
        "genitive"
      ]
    },
    {
      "form": "χιονιού",
      "tags": [
        "singular",
        "genitive"
      ]
    },
    {
      "form": "των",
      "tags": [
        "plural",
        "genitive"
      ]
    },
    {
      "form": "χιονιών",
      "tags": [
        "plural",
        "genitive"
      ]
    },
    {
      "form": "το",
      "tags": [
        "singular",
        "accusative"
      ]
    },
    {
      "form": "τα",
      "tags": [
        "plural",
        "accusative"
      ]
    },
    {
      "form": "χιόνια",
      "tags": [
        "plural",
        "accusative"
      ]
    },
    {
      "form": "χιόνια",
      "tags": [
        "singular",
        "vocative"
      ]
    }
  ],
  "lang": "Grec",
  "lang_code": "el",
  "pos": "noun",
  "pos_title": "Nom commun",
  "senses": [
    {
      "categories": [
        "Exemples en grec",
        "Lexique en grec de la météorologie"
      ],
      "examples": [
        {
          "text": "Το πυκνό χιόνι μάς εμπόδιζε να βαδίσουμε πιο γρήγορα.",
          "translation": "La neige épaisse nous empêchait de marcher plus vite."
        }
      ],
      "glosses": [
        "Neige."
      ],
      "topics": [
        "meteorology"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "zh_pron": "χιόνι"
    },
    {
      "zh_pron": "chióni"
    },
    {
      "ipa": "\\ˈço.ni\\"
    }
  ],
  "tags": [
    "neuter"
  ],
  "word": "χιόνι"
}

Download raw JSONL data for χιόνι meaning in Grec (3.0kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable Grec dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2024-12-21 from the frwiktionary dump dated 2024-12-20 using wiktextract (d8cb2f3 and 4e554ae). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.