"retouch" meaning in English

See retouch in All languages combined, or Wiktionary

Noun

Etymology: ύστερος 17ος αιώνας retouch < γαλλικά < γαλλικά re- + toucher < δημώδης λατινική toccare (χτυπώ, κοπανώ κάνω toc) < ηχομιμητικό τοκ, για κρότο (χτύπημα ή ήχο) σε κούφιο συνήθως αντικείμενο (ο ήχος τοκ θεωρείται πανανθρώπινος (εν προκειμένω μεταφέρθηκε απ' τα δημώδη λατινικά) και υπερβαίνει το ανθρώπινο είδος διότι υλοποιεί ήχο με τρόπο που εύκολα κάποιος ανακαλύπτει μόνος του χωρίς διδαχή)
  1. εξωραϊσμός, ρετουσάρισμα
    Sense id: el-retouch-en-noun-nt157RIx

Verb

Etymology: ύστερος 17ος αιώνας retouch < γαλλικά < γαλλικά re- + toucher < δημώδης λατινική toccare (χτυπώ, κοπανώ κάνω toc) < ηχομιμητικό τοκ, για κρότο (χτύπημα ή ήχο) σε κούφιο συνήθως αντικείμενο (ο ήχος τοκ θεωρείται πανανθρώπινος (εν προκειμένω μεταφέρθηκε απ' τα δημώδη λατινικά) και υπερβαίνει το ανθρώπινο είδος διότι υλοποιεί ήχο με τρόπο που εύκολα κάποιος ανακαλύπτει μόνος του χωρίς διδαχή)
  1. βελτιώνω, εξωραΐζω, ομορφαίνω, ρετουσάρω, διορθώνω
    Sense id: el-retouch-en-verb-dDWzpqKt
  2. επεξεργάζομαι, επιμελούμαι
    Sense id: el-retouch-en-verb-63IvF2k8
{
  "etymology_text": "ύστερος 17ος αιώνας retouch < γαλλικά < γαλλικά re- + toucher < δημώδης λατινική toccare (χτυπώ, κοπανώ κάνω toc) < ηχομιμητικό τοκ, για κρότο (χτύπημα ή ήχο) σε κούφιο συνήθως αντικείμενο (ο ήχος τοκ θεωρείται πανανθρώπινος (εν προκειμένω μεταφέρθηκε απ' τα δημώδη λατινικά) και υπερβαίνει το ανθρώπινο είδος διότι υλοποιεί ήχο με τρόπο που εύκολα κάποιος ανακαλύπτει μόνος του χωρίς διδαχή)",
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "βελτιώνω, εξωραΐζω, ομορφαίνω, ρετουσάρω, διορθώνω"
      ],
      "id": "el-retouch-en-verb-dDWzpqKt"
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "μεταβάλλω"
        }
      ],
      "glosses": [
        "επεξεργάζομαι, επιμελούμαι"
      ],
      "id": "el-retouch-en-verb-63IvF2k8",
      "raw_tags": [
        "μεταφορικά"
      ]
    }
  ],
  "word": "retouch"
}

{
  "etymology_text": "ύστερος 17ος αιώνας retouch < γαλλικά < γαλλικά re- + toucher < δημώδης λατινική toccare (χτυπώ, κοπανώ κάνω toc) < ηχομιμητικό τοκ, για κρότο (χτύπημα ή ήχο) σε κούφιο συνήθως αντικείμενο (ο ήχος τοκ θεωρείται πανανθρώπινος (εν προκειμένω μεταφέρθηκε απ' τα δημώδη λατινικά) και υπερβαίνει το ανθρώπινο είδος διότι υλοποιεί ήχο με τρόπο που εύκολα κάποιος ανακαλύπτει μόνος του χωρίς διδαχή)",
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "εξωραϊσμός, ρετουσάρισμα"
      ],
      "id": "el-retouch-en-noun-nt157RIx"
    }
  ],
  "word": "retouch"
}
{
  "etymology_text": "ύστερος 17ος αιώνας retouch < γαλλικά < γαλλικά re- + toucher < δημώδης λατινική toccare (χτυπώ, κοπανώ κάνω toc) < ηχομιμητικό τοκ, για κρότο (χτύπημα ή ήχο) σε κούφιο συνήθως αντικείμενο (ο ήχος τοκ θεωρείται πανανθρώπινος (εν προκειμένω μεταφέρθηκε απ' τα δημώδη λατινικά) και υπερβαίνει το ανθρώπινο είδος διότι υλοποιεί ήχο με τρόπο που εύκολα κάποιος ανακαλύπτει μόνος του χωρίς διδαχή)",
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "verb",
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "βελτιώνω, εξωραΐζω, ομορφαίνω, ρετουσάρω, διορθώνω"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "text": "μεταβάλλω"
        }
      ],
      "glosses": [
        "επεξεργάζομαι, επιμελούμαι"
      ],
      "raw_tags": [
        "μεταφορικά"
      ]
    }
  ],
  "word": "retouch"
}

{
  "etymology_text": "ύστερος 17ος αιώνας retouch < γαλλικά < γαλλικά re- + toucher < δημώδης λατινική toccare (χτυπώ, κοπανώ κάνω toc) < ηχομιμητικό τοκ, για κρότο (χτύπημα ή ήχο) σε κούφιο συνήθως αντικείμενο (ο ήχος τοκ θεωρείται πανανθρώπινος (εν προκειμένω μεταφέρθηκε απ' τα δημώδη λατινικά) και υπερβαίνει το ανθρώπινο είδος διότι υλοποιεί ήχο με τρόπο που εύκολα κάποιος ανακαλύπτει μόνος του χωρίς διδαχή)",
  "lang": "English",
  "lang_code": "en",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "glosses": [
        "εξωραϊσμός, ρετουσάρισμα"
      ]
    }
  ],
  "word": "retouch"
}

Download raw JSONL data for retouch meaning in English (1.9kB)

{
  "called_from": "pos/460/20250104",
  "msg": "Part of speech missing head: retouch",
  "path": [
    "retouch"
  ],
  "section": "English",
  "subsection": "ρήμα μεταβατικό",
  "title": "retouch",
  "trace": ""
}

This page is a part of the kaikki.org machine-readable English dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-15 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (fb173d2 and 3c020d2). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.